Ο κύριος Σπύρος είναι ένας γείτονας. Κάθε μέρα γύρω στις 10 το πρωί, αφού τελειώσει τις αγροτικές του δουλειές, κατευθύνεται προς την πλατεία του χωριού, για τον καθιερωμένο από χρόνια καφέ με τους φίλους του. Είναι γύρω στα 87 του, αλλά περπατάει χωρίς μαγκούρα σταθερά, είναι λεπτός και τα χέρια του κρατάνε ακόμα.
Εκτός από γείτονες έχουμε ακόμη κάτι κοινό. Έχουμε και οι δυο υπηρετήσει στις Δυνάμεις Καταδρομών ή όπως συνηθίζει ο κόσμος να τις αποκαλεί από πολύ παλιά, στους ΛΟΚ. Δεν θα μιλήσω για μένα αλλά γι' αυτόν, τον καταδρομέα της Δ' Μοίρας , που έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις της περιόδου '46-49 με το βαθμό του έφεδρου λοχία και αργότερα επιλοχία, όπως ο ίδιος υπερηφανεύεται.
Από τότε που γνωριστήκαμε μου έχει διηγηθεί ένα σωρό ιστορίες, που άλλες τις ήξερα γιατί τις είχα ξανακούσει ή διαβάσει και άλλες δεν τις γνώριζα καθόλου, ή δεν τις γνώριζα καλά. Μου είπε για την συγκρότηση των πρώτων Λόχων, για τον Καλίνσκη, για την εκπαίδευση από Έλληνες Ιερολοχίτες αλλά και από Εγγλέζους τον πρώτο καιρό, για τις επιχειρήσεις, για τους φίλους που έχασε, γι' αυτούς που μαζί πολεμώντας ανέβαιναν τα κακοτράχαλα βουνά της βασανισμένης πατρίδας μας, για τις σκληρές μάχες που έδωσαν, για την πάλη μέχρι θανάτου με τους αντάρτες και τα οργανωμένα τακτικά τμήματα του ΔΣΕ, για την θλίψη που ένοιωθε κάθε φορά που τελείωνε μια μάχη, βλέποντας τους σκοτωμένους και από τις δύο πλευρές, για το θυμό που είχε, όταν συναντούσε "πωρωμένους" και "αιμοδιψείς" ανθρώπους και από τις δύο πλευρές.
Η μνήμη του δεν έχει ξεθωριάσει. Θα έλεγα ότι μετά από όλα αυτά τα χρόνια αντιμετωπίζει με μεγάλη αντικειμενικότητα και νηφαλιότητα τα πράγματα. Είναι σίγουρος ότι δεν πολέμησε τότε μάταια. Έπρεπε δυστυχώς έτσι να γίνει. Λυπάται γι αυτούς που έφυγαν, φίλους και συμπολεμιστές, αλλά και αντίπαλους, που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Στενοχωριέται και για το σήμερα, όμως με αισιοδοξία μου λέει ότι η τωρινή γενιά θα τα ξεπεράσει τα προβλήματα, όπως έκανε και η δική του που είχε, το τονίζει, πολύ μεγαλύτερα προβλήματα να λύσει.
Από όσες ιστορίες μου έχει διηγηθεί, ορισμένες χαράχτηκαν για τα καλά στο μυαλό του, γιατί έφτασε στα όρια του θανάτου. Μία από αυτές, ήταν η καταδρομή σ' ένα χωριό του Πάρνωνα, στην Πελοπόννησο, τον Άγιο Βασίλειο.
Ήταν 21 Ιανουαρίου του 1949. Βαρύς χειμώνας με πολύ χιόνι μέχρι κάτω στα πεδινά. Στο βουνό έφτανε σε ορισμένες γωνιές και τα δύο μέτρα. Την προηγούμενη νύκτα είχε προηγηθεί η επίθεση στο Λεωνίδιο από τα συγκροτήματα των δύο αρχηγών του ΕΛΑΣ του Πρεκεζέ και του Κονταλώνη. Η μάχη του Λεωνιδίου, κράτησε μέχρι τα ξημερώματα, αλλά η πόλη αντιστάθηκε.Τα ανταρτικά τμήματα αποχώρησαν και βρήκαν καταφύγιο στα ορεινά χωριά του Πάρνωνα, στο Παλαιοχώρι, στον Κοσμά, στον Άγιο Βασίλη και στο Πλατανάκι. (Δείτε Χάρτη). Δρόμοι δεν υπήρχαν πολλοί και αυτοί που ήταν είχαν σκεπαστεί από το χιόνι. Ήταν ήσυχοι οι αντάρτες ότι δεν κινδυνεύουν. Ποιός να τους έφτανε εκεί;
Το πρωί εκείνης της ημέρας, η Δ' και η Γ' Μοίρες, βρίσκονταν στη Βαρβίτσα, μετά από επιχείρηση που είχαν κάνει το βράδυ της 20/21 Ιανουαρίου εκεί. Πριν προλάβουν να ξεκουραστούν και να φάνε, ήλθε σήμα από την Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Πελοποννήσου, που τους ενημέρωνε για την κατάσταση και τους ζητούσε να κινηθούν προς την περιοχή Κοσμά-Αγ. Βασιλείου, για εντοπισμό και εξουδετέρωση των ανταρτών.
Αμέσως η καταδρομική δύναμη με τις 2 Μοίρες, μπροστά η Δ' και πίσω η Γ', κινήθηκε στο δρομολόγιο Βαρβίτσα-Βαμβακού-Κουφοβούνι-Πλατύ-Γαϊτανοράχη-Προφ. Ηλίας και μετά από 14 ώρες εξαντλητική πορεία επάνω σε χιονισμένες πλαγιές, έφτασε γύρω στις 9 το βράδυ, κοντά στο χωριό Άγιο Βασίλη, όπου οι ανιχνευτές εντόπισαν κινήσεις και φωταψίες. Είχαν βρει τους αντάρτες.
Αν και η κίνηση έγινε με το φως της ημέρας, ο κακός καιρός βοήθησε την κατάσταση. Προχωρούσαν κοντά στις κορυφογραμμές για να μην πέφτουν σε πολύ χιόνι που τους καθυστερούσε. Οι άνδρες ήταν νηστικοί σχεδόν για 36 ώρες! Και όμως προχωρούσαν χωρίς διαμαρτυρία, πειθαρχημένα και προσεκτικά. Αντάρτες δεν φαινόντουσαν πουθενά. Καλού-κακού είχαν αναπτύξει μπροστά ανιχνευτές, στα πλάγια πλαγιοφυλακές και ένα λόχο οπισθοφυλακή. Οι στολές, τα άρβυλα και η "Αλάσκες" που τους είχαν δώσει, έκαναν καλή δουλειά.
'Ενας λοχίας εκείνη την ημέρα, είχε αναλάβει καθήκοντα διμοιρίτη, μια και ο κανονικός διμοιρίτης, ο ανθυπολοχαγός ήταν απών. Η διμοιρία του ήταν οι ανιχνευτές, που "άνοιγαν" το δρομολόγιο της Δ' Μοίρας. Κατάλαβαν ότι έφτασαν κοντά στο χωριό το βράδυ, από τα γέλια και τις φωνές, που έδειχναν ότι οι αντίπαλοι το διασκέδαζαν, Είδαν με ικανοποίηση ότι δεν υπήρχαν σκοπιές!
Ειδοποιήθηκε ο διοικητής της δύναμης και η διαταγή έφτασε πολύ γρήγορα. "Κύκλωση του χωριού και προσβολή με το ξημέρωμα της 22 Ιανουαρίου, κατόπιν εντολής. Να επιτρέπουν την είσοδο και την έξοδο των ανταρτών μέχρι τότε, αν είναι λιγότεροι από τρεις. Αν η κύκλωση γίνει αντιληπτή πιο νωρίς, άμεση προσβολή του εχθρού". Οι τελευταίοι που έφτασαν στις δέκα και μισή το βράδυ ήταν εφοδιοπομπή με μουλάρια από την Καστανίτσα.
Στο μεταξύ η Δ' Μοίρα τοποθέτησε αποκοπή, δύο λόχους προς Παλαιοχώρι και η Γ' Μοίρα ένα λόχο προς Καστανίτσα για να εμποδίσουν τυχόν ενισχύσεις των ανταρτών. Ειδικά το δρομολόγιο προς Παλαιοχώρι το ήθελε ο διοικητής της καταδρομικής δύναμης, να είναι κάτω από τον έλεγχο της Δ' Μοίρας, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της επιχείρησης.
Τρεις λόχοι της Δ' Μοίρας κύκλωσαν το χωριό από ανατολικά και νότια, ενώ δύο λόχοι της Γ' Μοίρας από βορρά και νότο. Ο λοχίας με τη διμοιρία του, κατέβηκε προς το χωριό από ανατολικά,μαζί με τον υπόλοιπο λόχο. Πλησίασαν κοντά στα πρώτα σπίτια του χωριού. Το κρύο τσουχτερό. Οι αντάρτες τρώγανε και πίνανε. "Ούτε πουλί πετούμενο δεν έρχεται εδώ", ακούστηκε κάπου μια φωνή.
Γύρω στις 6 το πρωί, φάνηκαν αντάρτες σε μικρές ομάδες , να κινούνται από το χωριό προς τα υψώματα, για να εγκαταστήσουν φυλάκια. Τότε το θυμήθηκαν. Μία τέτοια ομάδα πλησίασε τη διμοιρία του λοχία. Ξαφνικά κοντοστάθηκαν. Φάνηκαν να είχαν καταλάβει κάτι, από μια λανθασμένη κίνηση ίσως, ενός καταδρομέα. Ήταν έμπειροι σε τέτοιες μάχες και ήξεραν τι γίνεται. "Μας την έχουν στημένη", ξαφνικά ούρλιαξε ο αρχηγός της ομάδας και πήγε να ρίξει με το όπλο του. Ο λοχίας πυροβόλησε και ακολούθησαν και οι άλλοι άνδρες της διμοιρίας. Τους έριξαν όλους κάτω. Η διμοιρία προχώρησε προς το χωριό και ξεκαθάριζε τις αντιστάσεις. Τα πυρά της καταδρομικής δύναμης ήταν τόσο σφοδρά και φονικά, που αιφνιδίασαν τους αντάρτες. Όπου και αν προσπάθησαν να διαφύγουν, έπεφταν σε ενέδρες και εξοντώνονταν.
Ο λοχίας με τη διμοιρία του έδινε γερή μάχη. Είχε τραυματιστεί ένας άνδρας του ψηλά στον μηρό! Όταν τον πλησίασε για να δει πώς είναι η κατάστασή του, ο τραυματισμένος τον ρώτησε: "Η "οικογένειά μου" είναι καλά;" Αυτό τον ένοιαζε πιο πολύ! Ο λοχίας, αφού είδε ότι δεν κινδύνευε, του απάντησε: "Παλιόσκυλο, έχεις ανάγκη εσύ;" Τον μάζεψαν και συνέχισαν τον αγώνα. Ξαφνικά, ενώ περνούσε μία μάντρα, του ρίχτηκε ένας μεγαλόσωμος αντάρτης, τον έπιασε από τον λαιμό και πριν προλάβει ν' αντιδράσει έπεσαν κάτω και άρχισε μια πάλη. Τελείωσε πολύ σύντομα με μία μαχαιριά κάτω από τα πλευρά. Ο λοχίας έτρεξε να προλάβει τους άντρες του.
Στις 8 το πρωί, κάθε αντίσταση ανταρτών μέσα στο χωριό είχε σταματήσει. Τότε ενημερώθηκαν ότι ισχυρή ανταρτική δύναμη ερχόταν από Παλαιοχώρι. Οι δύο λόχοι της Δ' Μοίρας τους ανέκοψαν και στη συνέχεια με υποχωρητικό αγώνα όλοι οι λόχοι με εναλλαγή τους αντιμετώπιζαν, μέχρι τις 5 το απόγευμα, οπότε διέκοψαν την επαφή μπροστά από το Λεωνίδιο, με ελάχιστα πυρομαχικά στα χέρια.
Οι αντάρτες μέσα στον Άγιο Βασίλη θρήνησαν πολλά θύματα. Εκεί βρισκόταν ολόκληρο το 1ο Τάγμα της 55 Ταξιαρχίας τους, ένας λόχος του 3ου Τάγματος και όλη η επιμελητεία της περιοχής. Είχαν 208 νεκρούς (μέσα σ' αυτούς ήταν και ο πολιτικός καθοδηγητής) και 85 αιχμαλώτους, χωρίς να υπολογίζονται οι απώλειες της δύναμης ενισχύσεως από Παλαιοχώρι. Όλος ο οπλισμός τους καταστράφηκε. Η Δ' Μοίρα είχε 2 νεκρούς οπλίτες και 9 τραυματίες.
Για την επιτυχία της καταδρομικής δύναμης ο Αρχιστράτηγος Παπάγος έστειλε το παρακάτω μήνυμα:
Μετά από αυτή τη μάχη, το ηθικό των ανταρτών κατέπεσε στην Πελοπόννησο. Ήταν η αρχή του τέλους γι' αυτούς εκεί. Ο λοχίας ήταν ο κύριος Σπύρος, όπως θα έχετε καταλάβει.
Τί απέγινε ο διοικητής του Τάγματος των ανταρτών; Διαβάστε παρακάτω από δικές τους πηγές:
Ανιχνευτής
Πηγή: Η Ιστορία των Μονάδων Καταδρομών ΓΕΣ/3ο ΕΓ
Ανιχνευτής
Ήταν 21 Ιανουαρίου του 1949. Βαρύς χειμώνας με πολύ χιόνι μέχρι κάτω στα πεδινά. Στο βουνό έφτανε σε ορισμένες γωνιές και τα δύο μέτρα. Την προηγούμενη νύκτα είχε προηγηθεί η επίθεση στο Λεωνίδιο από τα συγκροτήματα των δύο αρχηγών του ΕΛΑΣ του Πρεκεζέ και του Κονταλώνη. Η μάχη του Λεωνιδίου, κράτησε μέχρι τα ξημερώματα, αλλά η πόλη αντιστάθηκε.Τα ανταρτικά τμήματα αποχώρησαν και βρήκαν καταφύγιο στα ορεινά χωριά του Πάρνωνα, στο Παλαιοχώρι, στον Κοσμά, στον Άγιο Βασίλη και στο Πλατανάκι. (Δείτε Χάρτη). Δρόμοι δεν υπήρχαν πολλοί και αυτοί που ήταν είχαν σκεπαστεί από το χιόνι. Ήταν ήσυχοι οι αντάρτες ότι δεν κινδυνεύουν. Ποιός να τους έφτανε εκεί;
Το πρωί εκείνης της ημέρας, η Δ' και η Γ' Μοίρες, βρίσκονταν στη Βαρβίτσα, μετά από επιχείρηση που είχαν κάνει το βράδυ της 20/21 Ιανουαρίου εκεί. Πριν προλάβουν να ξεκουραστούν και να φάνε, ήλθε σήμα από την Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Πελοποννήσου, που τους ενημέρωνε για την κατάσταση και τους ζητούσε να κινηθούν προς την περιοχή Κοσμά-Αγ. Βασιλείου, για εντοπισμό και εξουδετέρωση των ανταρτών.
Αμέσως η καταδρομική δύναμη με τις 2 Μοίρες, μπροστά η Δ' και πίσω η Γ', κινήθηκε στο δρομολόγιο Βαρβίτσα-Βαμβακού-Κουφοβούνι-Πλατύ-Γαϊτανοράχη-Προφ. Ηλίας και μετά από 14 ώρες εξαντλητική πορεία επάνω σε χιονισμένες πλαγιές, έφτασε γύρω στις 9 το βράδυ, κοντά στο χωριό Άγιο Βασίλη, όπου οι ανιχνευτές εντόπισαν κινήσεις και φωταψίες. Είχαν βρει τους αντάρτες.
Αν και η κίνηση έγινε με το φως της ημέρας, ο κακός καιρός βοήθησε την κατάσταση. Προχωρούσαν κοντά στις κορυφογραμμές για να μην πέφτουν σε πολύ χιόνι που τους καθυστερούσε. Οι άνδρες ήταν νηστικοί σχεδόν για 36 ώρες! Και όμως προχωρούσαν χωρίς διαμαρτυρία, πειθαρχημένα και προσεκτικά. Αντάρτες δεν φαινόντουσαν πουθενά. Καλού-κακού είχαν αναπτύξει μπροστά ανιχνευτές, στα πλάγια πλαγιοφυλακές και ένα λόχο οπισθοφυλακή. Οι στολές, τα άρβυλα και η "Αλάσκες" που τους είχαν δώσει, έκαναν καλή δουλειά.
'Ενας λοχίας εκείνη την ημέρα, είχε αναλάβει καθήκοντα διμοιρίτη, μια και ο κανονικός διμοιρίτης, ο ανθυπολοχαγός ήταν απών. Η διμοιρία του ήταν οι ανιχνευτές, που "άνοιγαν" το δρομολόγιο της Δ' Μοίρας. Κατάλαβαν ότι έφτασαν κοντά στο χωριό το βράδυ, από τα γέλια και τις φωνές, που έδειχναν ότι οι αντίπαλοι το διασκέδαζαν, Είδαν με ικανοποίηση ότι δεν υπήρχαν σκοπιές!
Ειδοποιήθηκε ο διοικητής της δύναμης και η διαταγή έφτασε πολύ γρήγορα. "Κύκλωση του χωριού και προσβολή με το ξημέρωμα της 22 Ιανουαρίου, κατόπιν εντολής. Να επιτρέπουν την είσοδο και την έξοδο των ανταρτών μέχρι τότε, αν είναι λιγότεροι από τρεις. Αν η κύκλωση γίνει αντιληπτή πιο νωρίς, άμεση προσβολή του εχθρού". Οι τελευταίοι που έφτασαν στις δέκα και μισή το βράδυ ήταν εφοδιοπομπή με μουλάρια από την Καστανίτσα.
Καταδρομείς κατά τη διάρκεια μάχης (Πηγή Αρχείο ΓΕΣ/ΔΕΔ) |
Τρεις λόχοι της Δ' Μοίρας κύκλωσαν το χωριό από ανατολικά και νότια, ενώ δύο λόχοι της Γ' Μοίρας από βορρά και νότο. Ο λοχίας με τη διμοιρία του, κατέβηκε προς το χωριό από ανατολικά,μαζί με τον υπόλοιπο λόχο. Πλησίασαν κοντά στα πρώτα σπίτια του χωριού. Το κρύο τσουχτερό. Οι αντάρτες τρώγανε και πίνανε. "Ούτε πουλί πετούμενο δεν έρχεται εδώ", ακούστηκε κάπου μια φωνή.
Γύρω στις 6 το πρωί, φάνηκαν αντάρτες σε μικρές ομάδες , να κινούνται από το χωριό προς τα υψώματα, για να εγκαταστήσουν φυλάκια. Τότε το θυμήθηκαν. Μία τέτοια ομάδα πλησίασε τη διμοιρία του λοχία. Ξαφνικά κοντοστάθηκαν. Φάνηκαν να είχαν καταλάβει κάτι, από μια λανθασμένη κίνηση ίσως, ενός καταδρομέα. Ήταν έμπειροι σε τέτοιες μάχες και ήξεραν τι γίνεται. "Μας την έχουν στημένη", ξαφνικά ούρλιαξε ο αρχηγός της ομάδας και πήγε να ρίξει με το όπλο του. Ο λοχίας πυροβόλησε και ακολούθησαν και οι άλλοι άνδρες της διμοιρίας. Τους έριξαν όλους κάτω. Η διμοιρία προχώρησε προς το χωριό και ξεκαθάριζε τις αντιστάσεις. Τα πυρά της καταδρομικής δύναμης ήταν τόσο σφοδρά και φονικά, που αιφνιδίασαν τους αντάρτες. Όπου και αν προσπάθησαν να διαφύγουν, έπεφταν σε ενέδρες και εξοντώνονταν.
Ο λοχίας με τη διμοιρία του έδινε γερή μάχη. Είχε τραυματιστεί ένας άνδρας του ψηλά στον μηρό! Όταν τον πλησίασε για να δει πώς είναι η κατάστασή του, ο τραυματισμένος τον ρώτησε: "Η "οικογένειά μου" είναι καλά;" Αυτό τον ένοιαζε πιο πολύ! Ο λοχίας, αφού είδε ότι δεν κινδύνευε, του απάντησε: "Παλιόσκυλο, έχεις ανάγκη εσύ;" Τον μάζεψαν και συνέχισαν τον αγώνα. Ξαφνικά, ενώ περνούσε μία μάντρα, του ρίχτηκε ένας μεγαλόσωμος αντάρτης, τον έπιασε από τον λαιμό και πριν προλάβει ν' αντιδράσει έπεσαν κάτω και άρχισε μια πάλη. Τελείωσε πολύ σύντομα με μία μαχαιριά κάτω από τα πλευρά. Ο λοχίας έτρεξε να προλάβει τους άντρες του.
Στις 8 το πρωί, κάθε αντίσταση ανταρτών μέσα στο χωριό είχε σταματήσει. Τότε ενημερώθηκαν ότι ισχυρή ανταρτική δύναμη ερχόταν από Παλαιοχώρι. Οι δύο λόχοι της Δ' Μοίρας τους ανέκοψαν και στη συνέχεια με υποχωρητικό αγώνα όλοι οι λόχοι με εναλλαγή τους αντιμετώπιζαν, μέχρι τις 5 το απόγευμα, οπότε διέκοψαν την επαφή μπροστά από το Λεωνίδιο, με ελάχιστα πυρομαχικά στα χέρια.
Οι αντάρτες μέσα στον Άγιο Βασίλη θρήνησαν πολλά θύματα. Εκεί βρισκόταν ολόκληρο το 1ο Τάγμα της 55 Ταξιαρχίας τους, ένας λόχος του 3ου Τάγματος και όλη η επιμελητεία της περιοχής. Είχαν 208 νεκρούς (μέσα σ' αυτούς ήταν και ο πολιτικός καθοδηγητής) και 85 αιχμαλώτους, χωρίς να υπολογίζονται οι απώλειες της δύναμης ενισχύσεως από Παλαιοχώρι. Όλος ο οπλισμός τους καταστράφηκε. Η Δ' Μοίρα είχε 2 νεκρούς οπλίτες και 9 τραυματίες.
Για την επιτυχία της καταδρομικής δύναμης ο Αρχιστράτηγος Παπάγος έστειλε το παρακάτω μήνυμα:
" Εκφράζω ευαρέσκειάν μου Αξιωματικούς και Οπλίτας Γ' και Δ' Μ.Κ. δια λίαν τολμηρόν και άκρως επιτυχές εγχείρημά των, εις ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΠΑΡΝΩΝΟΣ. Είμαι ευτυχής διότι εκφράζω την πρώτην ευαρέσκειάν μου εις το επίλεκτον όπλον του ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΩΣ. Αναμένω συνέχισιν αξιέπαινων προσπαθειών των" ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Μετά από αυτή τη μάχη, το ηθικό των ανταρτών κατέπεσε στην Πελοπόννησο. Ήταν η αρχή του τέλους γι' αυτούς εκεί. Ο λοχίας ήταν ο κύριος Σπύρος, όπως θα έχετε καταλάβει.
Τί απέγινε ο διοικητής του Τάγματος των ανταρτών; Διαβάστε παρακάτω από δικές τους πηγές:
Τα τέλη του Ιανουαρίου 1980 ο "Ριζοσπάστης"
δημοσίευσε μια νεκρολογία για τον καπετάνιο Αλέκο Τσουκόπουλο. Συμπληρώθηκαν 31
χρόνια από τον θάνατό του. Στην νεκρολογία το όργανο του Κ.Κ.Ε. εξεθείαζε τις
αρετές του καπετάνιου και προσέθετε παρεμπιπτόντως ότι "σκοτώθηκε υπό
τραγικές συνθήκες".
Ποιες είναι αυτές οι "τραγικές συνθήκες"; Το
αποκάλυπτε λίγες μέρες νωρίτερα η "Αυγή" (26.1.1980) που, δια χειρός
Τάσου Βουρνά, νεκρολογούσε ως εξής τον καπετάνιο της Πελοποννήσου:
"Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες 31 χρόνια από την εποχή
που μια ανάξια ηγεσία θέλοντας να μετατοπίσει από τους ώμους της τα τεράστια
λάθη του εμφυλίου πολέμου, έστησε προ του εκτελεστικού αποσπάσματος ένα γενναίο
μαχητή στο Μοριά, τον Αλέξανδρο Τσουκόπουλο, διοικητή Τάγματος του Δημοκρατικού
Στρατού ως υπεύθυνο για την απώλεια της μάχης στο χωριό Αγ. Βασίλειος-Πάρνωνος,
στην οποία, αντίθετα με την ψευδή κατηγορία που του απηύθυναν, διεκρίθη και με
τις δυνάμεις του αμύνθηκε εναντίον των υπερτέρων δυνάμεων του αντιπάλου ως την
τελευταία στιγμή. Η περίπτωση Αλέξανδρου Τσουκόπουλου είναι ταυτόσημη με την
περίπτωση Γιαννούλη, του γενναίου εκείνου που η κορυφή της ηγεσίας, τον έστειλε
στο απόσπασμα για να καλύψει τα τερατώδη σφάλματά της μέχρι βαθμού εγκλήματος.
" Το φοβερό είναι ότι ο Τσουκόπουλος είχε αντιληφθεί
πως θα ήταν το εξιλαστήριο θύμα της ηγεσίας και παρέμεινε ακλόνητος εκεί που
τάχθηκε λέγοντας απλά στους στενούς φίλους και συνεργάτες του, όπως μαρτυρεί ο
συμμαχητής του Όμηρος ("Ελευθεροτυπία" 12 Ιανουαρίου 1979): "Θα
γίνω το εξιλαστήριο θύμα. Πρέπει να βρεθεί ένας άλλος Γιαννούλης"...
" Και δεν είχε άδικο. Ο Αλέξανδρος Τσουκόπουλος
παραπέμφθηκε εσπευσμένα σε έκτακτο ανταρτοδικείο με την κατηγορία του υπεύθυνου
για την πανωλεθρία των αντάρτικων μονάδων στον Πάρνωνα τον Δεκέμβριο του 1948 και
το Γενάρη του 1949. Πρόεδρος του Στρατοδικείου (το οποίο συγκροτήθηκε,
σημειωτέον χωρίς επίσημη διαταγή του αρχηγείου Πελοποννήσου αλλά παρασκηνιακά,
και συνεπώς παράνομα για το δίκαιο του πολέμου ήταν ο Κωνσταντίνος Βρεττάκος,
αρχηγός του αντάρτικου συγκροτήματος και μέλη οι Κατελάνος και Γεωργόπουλος.
Το
στρατοδικείο των ανταρτών συνήλθε στο χωριό Πλατανάκι και ο Τσουκόπουλος
καταδικάσθηκε παμψηφεί σε θάνατο. Λίγες μέρες αργότερα εκτελέστηκε από
αντάρτικο βόλι, ο άνθρωπος που πολέμησε ηρωικά στην Αλβανία ως αξιωματικός,
κατόπι στις γραμμές του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου και τέλος στο Δημοκρατικό Στρατό για
να βρει άδικο θάνατο από το βόλι των συμμαχητών του, γιατί έτσι το θέλησε μια
πτοημένη και ανάξια ηγεσία προκειμένου να καλύψει τις ευθύνες της."
Ανιχνευτής
Πηγή: Η Ιστορία των Μονάδων Καταδρομών ΓΕΣ/3ο ΕΓ
Σημείωση της 10 Φεβ. 2011
Στο ιστολόγιο ΛΕΩΝΙΔΙΟ ΑΡΚΑΔΙΑΣ δημοσιεύθηκε πρόσφατα ένα αφιέρωμα στη Μάχη του Αγ. Βασιλείου που αναφέρεται και σε άλλες λεπτομέρειες για πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις, που δίνουν πιο ολοκληρωμένη εικόνα των όσων διαδραματίσθηκαν εκείνη την εποχή. Σας συνιστώ να το διαβάσετε.
Διαβάστε και αυτό, από την "άλλη πλευρά του λόφου", γιατί η ιστορία πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις πλευρές: "Η μάχη του Αγίου Βασιλείου 1949" (http://kokkinosfakelos.blogspot.gr/2011/06/1949.html)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο δίτομο βιβλίο η 3η Μεραρχία των νεκρών εκδόσεις Αλφειός του Παπακωνσταντίνου υπάρχει πλήρης περιγραφή των επιχειρήσεων των συμμοριτών στην Πελοπόνησο ,και η προκατασκευασμένη δίκη του Τσουκόπουλου ,το πούλημα του απο τον Βρετάκο και η περιγραφή της δολοφονίας του.
ΑπάντησηΔιαγραφή