Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

Ιστορίες Μακεδονομάχων...

"...Ο Μπατζής γλύτωσε απ' την τουρκική ενέδρα με πολλή δυσκολία και περισσή τύχη. Ο αρχηγός του, ο παρθενικός Βαγγέλης Νικολούδης και δέκα άλλοι σκοτώθηκαν πολεμώντας ακάλυπτοι. Αυτός τρύπωσε πίσω από μιά πέτρα και έριξε πολλές τουφεκιές στους Τούρκους. Έπειτα σύρθηκε με την κοιλιά προς τα κάτω χωρίς να πάψει να πυροβολεί. Ο τόπος γύρω έκαιε απ' τις τουρκικές σφαίρες. Πέτρες, χώματα, τινάζονταν στον αέρα. Μια σφαίρα μόνο τον πλήγωσε ελαφρά στο αριστερό χέρι. Ρίχθηκε σε μια ρεματιά και πήρε τον κατήφορο. Όσοι δοκίμασαν να ξεφύγουν προς τα πάνω, έπεσαν στα τουφέκια των "κυνηγών" (αβτζή ταμπούρ).

Χώθηκε σε μερικά χαμόκλαδα και έμεινε ακίνητος όλη τη μέρα. Πέρασαν πολλές φορές κοντά του οι Τούρκοι χωρίς να τον δουν. Τη νύχτα πήρε τον ανήφορο. Δεν ήξερε καθόλου τον τόπο. Βρέθηκε από τα Σφακιά της Κρήτης στα κατσάβραχα του Καϊμακτσαλάν. Ήξερε όμως ότι πίσω από το μεγάλο βουνό ήταν το Μορίχοβο, όπου το "σώμα" του. Έπρεπε ως τόσο να μην πέσει πολύ δεξιά ή αριστερά γιατί δεν θάβρισκε καλή υποδοχή.

Περπάτησε όλη τη νύχτα ξεθεωμένος και πεινασμένος. Μα δεν προχώρησε πολύ. Πάλευε ώρα πολλή στον απότομο ανήφορο και ξαφνικά βρισκόταν μπροστά σε απροσπέλαστο βράχο ή αδιάβατο γκρεμό. Γύριζε πίσω και ξανάρχιζε απ' την αρχή την κουραστική προσπάθεια.

Ξημερώθηκε σε μια ράχη. Με φρίκη είδε τότε ένα απόσπασμα κυνηγούς να στέκουν σ' ένα χαμηλότερο ύψωμα 150 μέτρα παραπέρα. Ο αξιωματικός τους, κοίταζε με τα κιάλια γύρω μη τυχόν υπήρχαν μεμονωμένοι αντάρτες που έφευγαν. Ο Μπατζής κόλλησε στο βράχο.

Ύστερα από κάμποση ώρα έφυγαν. Με τις χακί στολές, χακί φέσι, γκέτες και τσαρούχια, βάδιζαν αραιά ο ένας πίσω από τον άλλο, τα τουφέκια τα είχαν έτοιμα στο χέρι σαν να πήγαιναν για λαγό.

Ξαναπήρε τον ατέλειωτο ανήφορο. 

Κοντά το μεσημέρι βρήκε ένα τσομπάνο με το κοπάδι του. Του πήρε το λίγο μαύρο ψωμί και το καταβρόχθισε κοντά σε μιά κρύα βρύση. Έπλυνε και το πληγωμένο χέρι του. Ξάπλωσε επάνω στην παχειά φτέρη και τον πήρε ο ύπνος. Κάποτε άκουσε κάποιο ελαφρό θόρυβο. Πετάχθηκε με το όπλο στο χέρι. Βλέπει ξαφνικά δέκα κομιταζήδες να 'ρχονται κατεπάνω του να τον πιάσουν!

Δύο τον είχαν πλησιάσει. Φύτεψε μια σφαίρα στο μέτωπο του πρώτου και κτύπησε τον άλλο στο μάγουλο. Ήταν περίφημος σκοπευτής και γλήγορος στο τουφέκι. Οι άλλοι κομιτατζήδες άδειασαν ξαφνιασμένοι τα όπλα τους. Ο Μπατζής χώθηκε στη φτέρη και σούρθηκε με την κοιλιά στον κατήφορο. Η φτέρη γύρω του θεριζόταν. Αυτός ξεγλιστρούσε. Έριχνε μόνο αν έβλεπε κανένα κεφάλι σηκωμένο. Δεν του είχαν απομείνει πολλές σφαίρες. Οι κομιτατζήδες πάλι πυροβολούσαν στα τυφλά, καρφωμένοι στη θέση τους και χωμένοι στη φτέρη.

Κατόρθωσε να ξεφύγει. Μια σφαίρα του είχε τρυπήσει το αριστερό αυτί. Ξαναπήρε τον ανήφορο. Κατά το βράδυ δρασκέλισε την αλπική κορυφογραμμή. Είδε ν' απλώνεται κάτω ένα απέραντο δάσος. Ήταν το Μορίχοβο! Γεμάτος χαρά άρχισε να κατεβαίνει. 

Μα ξάφνου βλέπει να προβαίνουν αριστερά του Τούρκοι που τον είδαν και του έριξαν. Κτύπησε τον πρώτο που ερχόταν κατεπάνω του, άδειασε τις τέσσερεις σφαίρες στους άλλους και ρίχθηκε κατρακυλώντας τον κατήφορο. Μιά σφαίρα τρύπησε το παντελόνι του, άλλη το στιβάνι, τρίτη το μπράτσο.

Καταματωμένος και κατατσακισμένος χώθηκε στο δάσος. Πέρασε όλη τη νύχτα μέσα στα ολόισια πεύκα και τα  έλατα. Την άλλη μέρα σύρθηκε με κόπο προς τα κάτω. Βρήκε ένα νεροπριόνι. Οι άνθρωποι εκεί δεν ήξεραν πολλά ελληνικά. Τον δέχθηκαν όμως με προθυμία, συμπόνια και αγάπη. Του έδωσαν να φάει και έπλυναν και έδεσαν τις πληγές του. Είχαν παραχωμένο κάπου ένα πρόχειρο φαρμακείο. Τον κατέβασαν έπειτα μ' ένα μουλάρι στο λημέρι του Βολάνη, που ήταν μια ώρα χαμηλότερα. Τον κύκλωσαν όλοι με αγωνία.

- Τι έγινε μωρέ; ρώτησε ο Βολάνης.
Κούνησε το κεφάλι. 
- Πήγαν, χάθηκαν.
- Χάθηκαν όλοι;
- Όλοι. Πάει και το ρολόι μου.
- Ο Νικολούδης; Ο Καραβίτης;
- Και αυτοί.
- Τους είδες μωρέ σκοτωμένους;
- Είδα τον καπετάν Βαγγέλη το Νικολούδη. Πάει και ο Καραβίτης. Όλοι χάθηκαν. Πάει και το ρολόι μου.

Ο Καραβίτης και αρκετοί άλλοι είχαν γλυτώσει.

- Να πάει στο διάτανο το ρολόι σου με το κεφάλι σου μαζί.. φώναξε θυμωμένος ο Βολάνης.
- Το ρολογάκι μου... ξαναείπε απαρηγόρητος ο Μπατζής."