Ανδρας των ΛΟΚ 1948-1949 (Φωτ. αρχείου) |
Θεώρησα σκόπιμο να το πράξω, για να δώσω μία αίσθηση του πνεύματος και της σκέψης των παλιών καταδρομέων αλλά και των αντιπάλων τους. Ποιό ήταν το πιστεύω τους και γιατί πολεμούσαν τότε στον αδελφοκτόνο σπαραγμό της περιόδου '46-'49. Ποιός έφταιγε; Αποκλειστικά εμείς οι Έλληνες, όπως φταίμε και τώρα, με την οικονομική κρίση. Είναι το ελάττωμά μας, η "διχόνοια η δολερή", από τα πανάρχαια χρόνια . Την έχουμε στο DNA μας.
Είναι και η ευπιστία μας στον ξένο παράγοντα "εξ απ'ανέκαθεν". Όταν κάποιες στιγμές "ξεφεύγουμε", μεγαλουργούμε. Λυπηρό που αυτές οι στιγμές είναι τόσο λίγες!
Δεν πρέπει να ξεχνάμε την ιστορία μας γιατί απ' αυτήν μαθαίνουμε ν' αποφεύγουμε τις σύγχρονες κακοτοπιές. Το μαθαίνουμε; Η αλήθεια είναι ότι προβληματίζομαι ν' απαντήσω στην ερώτηση. Τουλάχιστον ας ξέρουμε τι έκαναν οι παλιοί!
Ανιχνευτής
Από τον διάδρομο που άνοιξαν οι ηρωικώς μαχόμενοι
άνδρες της Ταξιαρχίας, διεισδύει η XI Μεραρχία με την Ε' Μοίρα Ορεινών
Καταδρομών και το πρωί της επόμενης ημέρας βρίσκει τους άνδρες του
Στρατού κυρίους της οχυρής θέσης Τσούκα και πλησίον του υψώματος Λέσιτς,
πίσω ακριβώς από τους αντάρτες.
Πηγή
Μαρτυρία ΛΟΚ
«Είχε παρασυρθεί μια μεγάλη μερίς του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και είχε υποστηρίξει τους αντάρτες του βουνού» εξομολογείται ο (μακαρίτης πλέον) στρατηγός ε.α. Περικλής Παπαθανασίου όταν θυμάται τα δύσκολα εκείνα χρόνια και τις μάχες στα βουνά. Οι
αναμνήσεις έρχονται εύκολα αλλά με έντονη τη συναισθηματική φόρτιση για
τον στρατηγό που ήταν από τους πρώτους αξιωματικούς οι οποίοι έφτιαξαν
τις Δυνάμεις Ορεινών Καταδρομών (τα γνωστά ΛΟΚ), οι οποίες και έκριναν
την τύχη του πολέμου.
«Ο ελληνικός στρατός δεν γνώριζε από
νυχτερινό πόλεμο, δεν μπορούσε να απαντήσει στους αντάρτες που εκινούντο
με άνεση τη νύχτα σε όλη τη χώρα και εξολόθρευαν στρατιωτικές μονάδες,
κατέστρεφαν έργα υποδομής, πατούσαν χωριά, κυρίως ακριτικά, και μικρές
πόλεις. Οι Δυνάμεις Ορεινών Καταδρομών άλλαξαν τη μορφή του
πολέμου, επειδή μπορούσαν να απαντήσουν στην τακτική αυτή των ανταρτών,
να διεξάγουν νυχτερινές επιχειρήσεις, να ανεβαίνουν σε δύσκολες πλαγιές
και να πατούν τις πιο δυσπρόσιτες κορυφές των βουνών, που ήταν και τα
«απάτητα» οχυρά του Δημοκρατικού Στρατού».
Ο στρατηγός
Παπαθανασίου αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1938 και ήταν ήδη
ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του 1940· με το 27ο Σύνταγμα της Κοζάνης ήταν
από τις μονάδες που πρώτες μπήκαν στην Αλβανία από την Κρυσταλλοπηγή και
κατέλαβαν την Κορυτσά. Μετά την εισβολή των Γερμανών και την
κατάρρευση του Μετώπου κατέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου κατετάγη στον
Ιερό Λόχο· πήρε μέρος στις επιχειρήσεις στα νησιά του Αιγαίου και ήταν με τις μονάδες που συνόδευσαν τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου κατά την απελευθέρωση των Αθηνών
Μετά
τη Βάρκιζα υπηρέτησε ως εκπαιδευτής στη Σχολή Ευελπίδων και στις αρχές
του 1947 «όταν άρχισε να διαφαίνεται ο εσωτερικός διχασμός»
υπογραμμίζει μαζί με άλλους 12-15 αξιωματικούς υπό τον στρατηγό Ανδρέα
Καλλίνσκη αποτέλεσαν τον πυρήνα δημιουργίας των Δυνάμεων Ορεινών
Καταδρομών και υπηρέτησε ως διοικητής της Γ' Μοίρας στις επιχειρήσεις
στον Γράμμο και στο Βίτσι.
Την εποχή εκείνη το διεθνές κλίμα
ήταν θερμό μεταξύ των συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη και στην Αμερική
και των Αριστερών, μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, θυμάται ο στρατηγός:
«Εμείς ήμασταν στη μέση και έπρεπε να πολεμήσουμε. Ιδιαίτερα όσοι υπηρετούσαμε στο ΛΟΚ γνωρίζαμε ότι αγωνιζόμασταν υπέρ βωμών και εστιών».
«Εμείς ήμασταν στη μέση και έπρεπε να πολεμήσουμε. Ιδιαίτερα όσοι υπηρετούσαμε στο ΛΟΚ γνωρίζαμε ότι αγωνιζόμασταν υπέρ βωμών και εστιών».
Όταν
τον ρωτάμε αν αυτό το συμμεριζόταν ολόκληρος ο Στρατός και ο άμαχος
πληθυσμός, απαντάει καταφατικά και προσθέτει: «Η λιποταξία από την
πλευρά των ανταρτών προς τον Στρατό ήταν μαζική. Αντίθετα οι λιποταξίες
από την πλευρά του τακτικού Στρατού προς τους αντάρτες ήταν ελάχιστες
και αφορούσαν μεμονωμένες περιπτώσεις».
Όταν τον ρωτήσαμε αν
πίστεψε ποτέ ότι κάτι άλλο συνέβαινε πάνω από τα κεφάλια τους, δεν
απάντησε ευθέως, μόνο θυμήθηκε ένα περιστατικό: «Το καλοκαίρι του 1947
διεξήγαμε επιχειρήσεις στον Κίσαβο και είχαμε εξολοθρεύσει τις εκεί
ομάδες των ανταρτών. Σε ένα χωριό βρήκαμε κιβώτια με σύγχρονα όπλα αγγλικής κατασκευής που επάνω έγραφαν "Made in England, 1947...»
«Άλλη μια φορά» προσθέτει «στο ύψωμα Λίπα του Σιδηροκάστρου συλλάβαμε μια ολόκληρη ομάδα ανταρτών. Κατά
την ανάκρισή τους καταλάβαμε ότι δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε,
επειδή δεν ήξεραν λέξη ελληνικά. Φωνάξαμε έναν διερμηνέα και
διαπιστώσαμε ότι ήταν όλοι τους βουλγαρόφωνοι και όταν τους ρωτήσαμε πού
γεννήθηκαν μας απάντησαν "στη Βουλγαρία". Ήταν μάλιστα παρών και ο
Αμερικανός αξιωματικός, που επιβεβαίωσε το γεγονός».
Ο
στρατηγός Παπαθανασίου, με τη μοίρα του, ήταν εκείνος που μπήκε πρώτος
στην πολιορκούμενη Κόνιτσα, τον Δεκέμβριο του 1948, μία από τις πιο
κρίσιμες μάχες του Εμφυλίου, θυμάται. «Είχαμε δώσει το σύνθημα
"Ζαχαράκης", προς τιμήν του διοικητού όλων των επιχειρήσεων. Όταν
φθάσαμε στην παλαιά πέτρινη γέφυρα, ήταν δέκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα
εκεί κάναμε Πρωτοχρονιά το 1949 και συναντήσαμε τους πρώτους Μάηδες,
οι οποίοι μας είπαν το σύνθημα "Ζαχαράκης". Μας είπαν και "καλή χρονιά",
σφίξαμε τα χέρια».
Τμήμα των ΛΟΚ σε πορεία. Πηγή φωτογραφίας: ΓΕΣ |
Ξεκινήσαμε
από το χωριό Γράμμος και ανεβήκαμε προς την Κιάφα» εξιστορεί και τα
μάτια του δακρύζουν. «Ήταν νύχτα. Η δεξιά πτέρυγα ήταν ακριβώς στα
σύνορα της Αλβανίας» λέει. «Μήπως τα πατήσατε κιόλας;» ρωτάμε για να αμβλύνουμε κάπως την έντονη συγκίνηση. «Οχι» απαντάει «δεν νομίζω, αλλά δεν αποκλείεται κιόλας. Κάποια
στιγμή μας κατάλαβαν οι αντάρτες και έδωσαν σκληρή μάχη. Ήξεραν ότι
έχαναν το τελευταίο οχυρό και την πρωτεύουσά τους που ήταν η Αετομηλίτσα
του Γράμμου. Τα οχυρά τους με επτά και οκτώ σειρές δένδρων, αλλά τα
παιδιά πολέμησαν. Τους πήραμε τον αέρα και υποχώρησαν τρέχοντας προς την
Αλβανία. Ήταν τέλος Αυγούστου. Ο πόλεμος τελείωσε». Ανακουφίζεται από τη συναισθηματική φόρτιση ο στρατηγός, ξαναγίνεται ο στρατιωτικός.
Όταν τα συζητάει ομολογεί ότι τίποτε δεν θα αναθεωρούσε από τα όσα έπραξε την εποχή εκείνη, διότι ήταν στρατιώτης και «υπηρετούσαμε
με βάση τον όρκο μας προς την πατρίδα και το δημοκρατικό μας πολίτευμα.
Είχαμε και έχουμε την αίσθηση του νομίμου κράτους, το οποίο πρέπει όλοι
μας να υπηρετούμε ανεξαρτήτως των προσωπικών ιδεολογικών διαφορών».
«Αυτά που συζητάμε τα καταλαβαίνουν οι νέοι, τα εγγόνια σας;» ρωτάμε. «Οι νέοι, οι πολύ νέοι, δεν καταλαβαίνουν. Αλλά μετά το 25ο έτος ηλικίας μας προκαλούν να τους μιλήσουμε για την ψυχολογία μας εκείνη την εποχή, για την αλήθεια των διαφόρων δημοσιευμάτων. Είναι γνωστό ότι πολλά εγράφησαν και περισσότερα γράφονται. Τα πλείστα είναι εξωπραγματικά και αβάσιμα» κλείνει τη συζήτηση."
Δείτε τώρα, την "άλλη πλευρά του λόφου":
Ένα ημερολόγιο τιμής και μνήμης
Η τελική μάχη, μέρα τη μέρα, όπως τη θυμάται ένας μαχητής του ΔΣΕ
Μαχητές του ΔΣΕ (Πηγή) |
2.8.49:
Ο κυβερνητικός στρατός εξαπολύει σφοδρή επίθεση στον Α. Γράμμο.
Εισβάλλοντας στο αλβανικό έδαφος χτυπά πισώπλατα το Λόχο, που
υπερασπιζόταν την “Γκίνοβα” και τον κυκλώνει. Ο Λόχος γλιτώνει την
αιχμαλωσία του χάρη στην αυτοθυσία του. Ο στρατός, όμως, καταλαμβάνει
την “Γκίνοβα” και στη συνέχεια καταλαμβάνει το “Ταμπούρι – Καψάλια”.
6.8.49:
Ο κυβερνητικός στρατός επιτίθεται με δύο Ταξιαρχίες στο “Τσάρνο”. Η
σθεναρή αντίσταση των τμημάτων μας και οι σοβαρές απώλειες του στρατού,
τον υποχρεώνουν να σταματήσει τις επιθέσεις του. Στη μάχη αυτή από βλήμα
πυροβολικού σκοτώνεται ο Ταξίαρχος της 16ης Ταξιαρχίας Σ.
Παπαδημητρίου. Αποδείχτηκε ότι οι ενέργειες αυτές του κυβερνητικού
στρατού ήταν παραπλανητικές, που απόβλεπαν να καλύψουν την αιφνιδιαστική
συγκεντρωτική επίθεσή του στο Βίτσι.
Τη δ/νση της ΙΧ Μεραρχίας αποτελούσαν οι Δημ. Ζυγούρης (Παλαιολόγος) διοικητής Μεραρχίας, Δήμος Σιδηρόπουλος ΠΕ, Ζήσης Ζωγράφος επιτελάρχης, Γ. Τσερβελής δ/τής Β` Γραφείου Πληροφοριών, Θ. Ανάγνου δ/τής Γ` Γραφείου, Στ. Τέμπος Γραφείο Διαβιβάσεων, Γ. Καραμπίλιας επιμελητής και Β. Οικονόμου δικαστικός. Η έδρα της Μεραρχίας ήταν στην “Αρένα” και μετά την πτώση του Βίτσι, στο “Φλάμπουρο”, στη χαράδρα “Μπαρούκα”.
23.8.49,
ώρα 17.30: Ο κυβερνητικός στρατός με μαζικούς κανονιοβολισμούς δεκάδων
πυροβόλων και αεροπορικούς βομβαρδισμούς επί τρεις ώρες σφυροκοπεί τις
θέσεις μας και σμπαραλιάζει τις οχυρώσεις μας.
24.8.49:
Από τις πρωινές ώρες με μαζικούς βομβαρδισμούς επί ώρες εξαπολύει με
όλες του τις δυνάμεις την τελική γενική επίθεση εναντίον των τμημάτων
μας που υπερασπίζονταν το Γράμμο. Η επίθεση, που ολημερίς υποστηριζόταν
από δεκάδες πυροβόλα, όλμους και αεροπλάνα κατευθύνθηκε σε δύο άξονες: Η
μία προς Μονόπυλο – Πουριά – Φούσια – Πέτρα Οσμάν, με τελικό σκοπό την
κατάληψη του 2522 υψώματος και η άλλη προς Ανθρωπάκο – Τσάρνο Βήτο –
Ψωριάρικα. Στόχος, ο εγκλωβισμός και η εξόντωση όλων των δυνάμεων του
ΔΣΕ και το κλείσιμο της συνοριακής γραμμής με την Αλβανία.
Λαμπαδιασμένος
ο Γράμμος τραντάζεται από τις μαζικές εκρήξεις των ολοήμερων
βομβαρδισμών. Μια απερίγραπτη γιγαντομαχία διεξάγεται. Τα τμήματά μας
μάχονται σκληρά με αφάνταστο ηρωισμό και αυτοθυσία, με άνισους όρους,
πολλές φορές κυκλωμένα και μεμονωμένα, μέσα σε μια λάβα φωτιάς και
σίδερου. Δεν παραδίνονται, όμως, πολεμάνε, σπάζουν κλοιούς και
συμπτύσσονται μέσα από τις εχθρικές δυνάμεις.
25.8.49: Ο κυβερνητικός στρατός βγαίνει με τα τανκς στη συνοριακή γραμμή και καταλαμβάνει το Μονόπυλο.
26.8.49:
Ο κυβερνητικός στρατός καταλαμβάνει τα Πουριά – Φούσια και επιτίθεται
στην κατεύθυνση “Πέτρα Οσμάν”, που την υπεράσπιζε ένα ενισχυμένο τάγμα
της 8ης Μεραρχίας, με επικεφαλής τον Μέραρχο Βαγγέλη Φωκά.
27.8.49:
Ολες τις μέρες άυπνοι, νηστικοί, εξαντλημένοι, διψασμένοι,
μπαρουτοκαπνισμένοι οι μαχητές και οι μαχήτριες πολεμούν σκληρά, με
αυταπάρνηση, πιστοί στο δίκιο του αγώνα μας. Ο κυβερνητικός στρατός στις
12.30 το μεσημέρι σπάζει την αμυντική γραμμή και καταλαμβάνει την
“Πέτρα Οσμάν”, ανοίγοντας το δρόμο για την κατάληψη του 2522. Ένα τμήμα
του κινείται τις απογευματινές ώρες προς το Φλάμπουρο, όπου βρισκόταν ο
Σταθμός Διοίκησης της ΙΧ Μεραρχίας.
Εκείνες
τις στιγμές, η κεραυνοβόλα ενέργεια του γιατρού Σακελαρίου και του
Σπύρου Πεσεξίδη (Φωκάς) (διοίκηση του Νοσοκομείου του ΓΑ) και του
Διοικητή της Μονάδας Εφοδιασμού και Μεταφορών του Γράμμου Πετρόμπεη
(Σακαλή Αλέκο), έσωσαν από την αιχμαλωσία δεκάδες τραυματίες, προωθώντας
τους στην Αλβανία. Το Νοσοκομείο βρισκόταν στη χαράδρα “Μπαρούκα”.
Στη
1 το μεσημέρι, φτάνει στην έδρα της Μεραρχίας ο διοικητής Παλαιολόγου,
που βρισκόταν τρεις μέρες στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Δίνει εντολή με
επικεφαλής τον ίδιο να συμπτυχθούν οι σχηματισμοί της Μεραρχίας στην
κατεύθυνση Πλεκάτη. Επιχειρείται μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο και κάτω από το
συνεχές σφυροκόπημα των αεροπλάνων. Δημιουργήθηκε, όμως, σύγχυση
ανάμεσα στους σχηματισμούς, με αποτέλεσμα άλλοι να προλάβουν και να
περάσουν προς Πλεκάτη και άλλοι να κλειστούν στον κλοιό, που
πραγματοποίησε ο κυβερνητικός στρατός, καταλαμβάνοντας το Φλάμπουρο.
28.8.49:
Τις πρωινές ώρες συμπτύσσεται και η 16η Ταξιαρχία που όλες τις μέρες
αμυνόταν σκληρά στα Ψωριάρικα – Τσάρνο – Ανθρωπάκο.
Ο
κυβερνητικός στρατός τελικά τις βραδινές ώρες της 28ης Αυγούστου 1949
καταλαμβάνει το 2522, κλείνει τη συνοριακή γραμμή και μαζί κυκλώνει τα
τμήματα του ΔΣΕ του Γράμμου. Καταλαμβάνει ολοκληρωτικά το Γράμμο. Τις
πρωινές ώρες της 29ης όλα τα τμήματα που συγκεντρωθήκαμε στην Πλεκάτη με
κάλυψη οπισθοφυλακής περνάμε τα σύνορα και μπαίνουμε στην Αλβανία.
Αυτό
ήταν ουσιαστικά το τέλος της εποποιίας του ΔΣΕ. Εγκαταλείποντας τα
ποτισμένα με το αίμα μας χώματα της πατρίδας μας, οι σκέψεις μας
πετούσαν στους συντρόφους μας, που πολεμούσαν σε Πελοπόννησο, νησιά,
Ρούμελη, Θεσσαλία, στους συντρόφους μας που βρίσκονταν σε φυλακές και
εξορίες. Όσο κι αν αυτά τα σκληρά πικρά συναισθήματα πλημμύριζαν τις
σκέψεις μας και την καρδιά μας, κατά βάθος νιώθαμε τιμή και υπερηφάνεια
για τον αγώνα μας.
Θανάσης ΑΝΑΓΝΟΥ
Οι αναμνήσεις ενός άλλου Λοκατζή :
Στοιχείο όλμου 60 χιλ. Καταδρομών, στη μάχη Καρπενησίου 1949 (Φωτ. αρχείου) |
«Επικεφαλής τεσσάρων λόχων των ΛΟΚ, με ξαφνική επίθεση, πήραμε το ύψωμα Μώρος, μεταξύ Τσούκας και Λέσιτς. Νύχτα ήταν και δεν μας πήραν μυρουδιά. Από την άλλη πλευρά έκανε επίθεση η άλλη τετραλοχία των ΛΟΚ αλλά τους αντιλήφθηκαν και τους καθήλωσαν. Στο Λέσιτς η άμυνα ήταν σκληρή αλλά εμείς συλλάβαμε μια ημιονηγό, γυναίκα, μέσα στη βρώμα, η οποία, όταν την ανακρίναμε, μας είπε ότι είχε φέρει τον Ζαχαριάδη, από τη βάση του στην Αλβανία στο Λέσιτς για να διευθύνει τις μάχες.
Ήμασταν πάνω στο ύψωμα και πίσω μας οι Πρέσπες και η Αλβανία. Σε
λίγο ρίξαμε ομοιώματα αλεξιπτωτιστών, στον Λαιμό της λίμνης, και μόλις
τους είδε ο Ζαχαριάδης απέσυρε τις δυνάμεις του αμέσως και ζήτησε να τον
συνοδεύσουν για την επιστροφή του στην Αλβανία. Ήταν βασικό αυτό το
λάθος του Ζαχαριάδη, επειδή μετά του απέμεινε μόνο ο Γράμμος».
Ήταν απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων. Ο πόλεμος του 1940 τον βρήκε τριτοετή αλλά αμέσως συμπλήρωσαν βιαστικά την εκπαίδευση και τους έστειλαν στο μέτωπο. Στη συνέχεια, μετά την κατάρρευση του μετώπου και την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, έφυγε για τη Μέση Ανατολή, όπου έγινε Ιερολοχίτης. Το 1946 ήταν από τους λίγους εκείνους αξιωματικούς που έφτιαξαν τους ΛΟΚ. Το 1947 βγήκε στις επιχειρήσεις, στην Πελοπόννησο, στην Ήπειρο, στο Καϊμακτσαλάν, στο Βίτσι, όπου αρρώστησε και τον υπόλοιπο καιρό τον πέρασε στο νοσοκομείο.
«Οι επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο» θυμάται «ήταν εύκολες. Στη Ζαραφώνα ήταν 1.500 αντάρτες κι εμείς μόνο 150. Και μάλιστα είχα δύο λόχους, υπολείμματα λόχων, και τους νικήσαμε. Αλλά στην Ήπειρο οι αντάρτες ήταν άλλο πράγμα. Είχαν μένος, ήταν ισάξιοι με τους Γερμανούς. Αυτοί πολεμούσαν».
Στο Καϊμακτσαλάν οι μάχες ήταν επίσης πολύ σκληρές και οι αντάρτες πολεμούσαν. «Ενα ύψωμα» θυμάται «το κρατούσαν γυναίκες. Ήταν 13 γυναίκες με πυροβόλα και μας είχαν καθηλώσει. Δεν μπορούσαμε να τις διώξουμε. Τελικά υποχρεωθήκαμε και ρίξαμε δακρυγόνα και έτσι πήραμε το ύψωμα με αιφνιδιαστική επίθεση. Τις πιάσαμε όλες αιχμάλωτες».
Τα όσα έζησε ως αξιωματικός και η εμπειρία από τις μάχες στην Ήπειρο και στη Μακεδονία τον πείθουν ότι πολύ δύσκολα θα τελείωνε ο εμφύλιος πόλεμος αν δεν είχε την έμπνευση ο Ζαχαριάδης να μετατρέψει το αντάρτικο σε τακτικό στρατό. «Εμείς είχαμε εφεδρείες,είχαμε πολλές εφεδρείες, με τις οποίες αναπληρώναμε τις απώλειες. Οι αντάρτες δεν είχαν εφεδρείες. Ούτε μπορούσαν να αναπληρώσουν τις απώλειες με την υποχρεωτική επιστράτευση στα χωριά και στις πόλεις. Αυτό ήταν το μεγάλο του λάθος, όπως και η θεωρία ότι το Βίτσι και ο Γράμμος ήταν απάτητα».
Είναι αναμνήσεις στις οποίες δεν ανατρέχει εύκολα· ο πόλεμος, οι κακουχίες, με όλες τις συνέπειές τους, του αλλάζουν τη διάθεση, τον κάνουν σκεπτικό. Η κριτική είναι πιο εύκολη υπόθεση: «Μετά την πτώση του Βίτσι ήμουν πλέον απολύτως πεπεισμένος για τη νίκη. Ήταν θέμα χρόνου» μας λέει. «Παρ' όλο που στο Καϊμακτσαλάν και στο Βίτσι οι αντάρτες ήταν ψημένοι στις μάχες, ήταν επίλεκτα σώματα».
Πηγή: εφημερίδα Το Βήμα
Γραφεται στην αρχη οτι ηταν αδερφοκτονος πολεμος. Γνωμη μου οτι ηταν πολεμος Ελληνων εναντια σε κομμουνιστες
ΑπάντησηΔιαγραφήOι οποιοι κομμουνιστες ποτε δεν ξεχασαν,και θελουν να εκδικηθουν.
ΔιαγραφήΓι'αυτο εχουν τοση λυσσα εναντιον του Στρατου.