Αναδύεται μέσα από τις Μνήμες , μια ιστορία που συνέβη λίγο πριν από την άλωση της Πόλης. Ένα τμήμα ψυχωμένων πολεμιστών, Ελλήνων και ξένων συμμάχων, αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας μια τολμηρή επιχείρηση, υπό την διοίκηση ενός Βενετού κυβερνήτη γαλέρας, του Τζιάκομο Κόκο! Μία αμφίβια καταδρομή, για να καταστρέψουν τον τουρκικό στόλο που ελλιμενιζόταν στην περιοχή του Πέραν!
Διαβάστε παρακάτω πώς αποδίδεται αυτή η αληθινή ιστορία από τον Αλέκο Αγγελίδη, συγγραφέα του εξαιρετικού βιβλίου "Οι Ένοχοι" , το οποίο σας προτείνω για ανάγνωση. Θα σας απορροφήσει κυριολεκτικά, με τον τρόπο που διηγείται σε απλή κατανοητή γλώσσα, πραγματικά γεγονότα, βγαλμένα από μελέτες και έρευνες επιστημόνων, ιστορικών, παρουσιάζοντάς τα σαν μυθιστόρημα.
Ανιχνευτής
Αναπαράσταση βυζαντινής γαλέρας (Πηγή) |
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΟΚΚΟΥ
Το βράδυ της 23ης Απριλίου 1453, ο Βενετός βαΐλος Ιερώνυμος Μηνώτος κάλεσε το συμβούλιο των ‘’Δώδεκα’’ στην εκκλησία της Παναγίας της Οδηγήτριας που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, στο χώρο μεταξύ της Αγίας Σοφίας και της παραλίας της Προποντίδας. Ανάμεσα στους δώδεκα άρχοντες διακρίνονταν ο μεγαλόσωμος Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης, ο ναύαρχος Διέδος, ο κυβερνήτης της γαλέρας που είχε έρθει απ’ την Τραπεζούντα Ιάκωβος Κόκκος, οι πλοίαρχοι Τρεβηζάνος, Μοροζίνης, Γριόνης και άλλοι.
Το λόγο πήρε ο Βενετός βαΐλος και είπε.
-Όλοι γνωρίζετε, πόσο δύσκολη έγινε η θέση μας από τότε που πέρασαν απ’ την ξηρά του Γαλατά οι Τούρκοι τα πλοία τους μέσα στον Κεράτιο Κόλπο, πίσω απ’ την πλάτη μας. Τα τείχη στην περιοχή αυτή είναι χαμηλά κι αδύνατα και δεν φρουρούνται καθόλου καλά. Η θέση αυτή είναι σπουδαία για την άμυνα της πόλης. Η απροσδόκητη, όμως, εκεί παρουσία εβδομήντα και πλέον τουρκικών πλοίων την κάνει πιο κρίσιμη και πολύ πιο επικίνδυνη. Όλοι γνωρίζουμε, ότι απ’ το σημείο αυτό πατήθηκε το 1204 η Κωνσταντινούπολη απ’ τους σταυροφόρους κι ότι εδώ έστρεψαν την προσοχή τους όλοι οι κατά καιρούς επιδρομείς. Πρέπει λοιπόν, να λάβουμε τα μέτρα μας αμέσως και, χωρίς καμιά χρονοτριβή, να ενισχύσουμε το αδύνατο αυτό σημείο όσο πιο γρήγορα και όσο πιο καλά μπορούμε. Σας κάλεσα απόψε εδώ, για να ανταλλάξουμε τις απόψεις μας και να βρούμε τον καλύτερο τρόπο προστασίας της πόλης απ’ το αδύνατο κι επικίνδυνο αυτό σημείο.
-Κι εγώ βλέπω τη νίκη μάλλον βεβαία, είπε ένας άλλος άρχοντας, αλλά επιφυλάσσομαι και δεν θέλω να την θεωρώ εκ των προτέρων εκατό στα εκατό σίγουρη. Και τούτο, γιατί πάντοτε ο πόλεμος κρύβει εκπλήξεις. Γι’ αυτό προτείνω, αντί να κινήσουμε ολόκληρο το στόλο μας και να διακινδυνεύσουμε τόσα πλοία, να στρέψουμε δύο μόνο γαλέρες προς το μέρος των τουρκικών πλοίων, για υποστήριξη απ’ τη θάλασσα και να ενεργήσουμε επίθεση απ’ την ξηρά. Τα τουρκικά φυλάκια εδώ είναι αδύνατα και θα τα καταστρέψουμε εύκολα. Μετά, θα πέσουμε πάνω στα εχθρικά πλοία και θα τα καταστρέψουμε αμέσως.
-Και οι δυο προτάσεις έχουν και καλά και άσχημα σημεία, είπε ο καπετάν Ιάκωβος Κόκκος. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι η μια ακτή του Κερατίου ανήκει στο Γαλατά. Κι ο Γαλατάς σήμερα είναι, ας πούμε, ουδέτερος, αν όχι τίποτα περισσότερο.
Ο καπετάν Κόκκος, γνωρίζοντας ότι είναι και πολλοί Γενουάτες αρχηγοί στο συμβούλιο, πρόσεξε τα λόγια του, για να μη θίξει άσχημα τους Γενουάτες κατοίκους του Γαλατά και δημιουργήσει προστριβές και διενέξεις μεταξύ των μελών του συμβουλίου και παρεξηγήσεις μεταξύ συμμάχων του αυτοκράτορα. Ήταν σ’ όλους γνωστό, ότι η στάση του Γαλατά ήταν καιροσκοπική και μάλλον φιλοτουρκική.
-Για να γίνει μια επίθεση εναντίον του τουρκικού στόλου, συνέχισε ο Βενετός καπετάνιος, σε νερά στα οποία έχουν και άλλοι εξουσία, θα πρέπει να ερωτηθούν και οι εξουσιαστές της απέναντι ακτής. Και, για να επιτευχθεί μια τέτοια συνεννόηση με τους κατοίκους της απέναντι ακτής, αφ’ ενός μεν θα απωλεσθεί πολύτιμος χρόνος, αφ’ ετέρου δε θα χρειαστεί να γνωρίσουμε το σχέδιό μας στους άρχοντες του Γαλατά και να περιμένουμε την έγκρισή του απ’ αυτούς. Έτσι, το σχέδιό μας χάνει τη μυστικότητα και τη γρηγοράδα του. Κι αν ακόμη τελικά εγκριθεί απ’ αυτούς, γίνεται άχρηστο, γιατί ενδέχεται οι Τούρκοι να μάθουν ποιες είναι οι προθέσεις μας, πριν ακόμη εμείς μάθουμε ποιες θα είναι οι αποφάσεις του Γαλατά. Είμαι δε σίγουρος, ότι ο Γαλατάς δε θα δεχτεί ανοιχτά το σχέδιό μας, γιατί, αν το δεχτεί, θα είναι σα να κηρύσσει ανοιχτό πόλεμο κατά των Τούρκων, πράγμα το οποίο, με κανένα τρόπο, δεν σκέφτονται να κάνουν οι άνθρωποι αυτοί. Επίσης, συνέχισε ο καπετάν Κόκκος, αν επιχειρήσουμε επίθεση από ξηράς, θα χρειαστούμε ένα μεγάλο τμήμα στρατού, για να ανατρέψουμε τις εκεί ενισχυμένες φρουρές των Τούρκων. Γιατί, δεν μπορεί ο Μωάμεθ να πέρασε απ’ την ξηρά στο βάθος του κόλπου τόσα πλοία και να μην ενίσχυσε τουλάχιστο τις φρουρές των γύρω φυλακίων. Γι’ αυτόν το λόγο, θα πρέπει, μάλλον, να ξεγράψουμε το τμήμα εκείνο που θα επιχειρήσει μια τέτοια απόπειρα από ξηράς. Γιατί κι αν ακόμη κατορθώσει να εκπληρώσει την αποστολή του, θα αποδεκατιστεί οπωσδήποτε απ’ τον πολυάριθμο στα μέρη εκείνα στρατό του Ζαγανού, ο οποίος, χωρίς καμιά αμφιβολία, θα τρέξει αμέσως να υποστηρίξει τις θέσεις των φυλακίων του.
Οι σκέψεις του καπετάν Κόκκου φαίνονταν σωστές και όλοι οι άρχοντες παρακολουθούσαν τα λόγια του με προσοχή. Ο Βενετός καπετάνιος συνέχισε.
-Εγώ προτείνω, χωρίς καμιά αναβολή και χωρίς καμιά απώλεια χρόνου, να διενεργηθεί επίθεση με δύο μόνο γαλέρες κατά του τουρκικού στόλου που βρίσκεται μέσα στον Κεράτιο. Αναλαμβάνω εγώ, με μόνο δυο γαλέρες και δυο-τρία ακόμη μικρά πλοία, να κάψω και τα εβδομήντα πλοία των Τούρκων.
Εξήγησε με λίγα ακόμη λόγια το σχέδιό του και ζήτησε τη γνώμη και την έγκριση των άλλων αρχόντων. Το συμβούλιο ενέκρινε το σχέδιό του και του ανέθεσε να ετοιμάσει αναλόγως τα πλοία που του χρειάζονται και να αναφέρει σχετικά σ’ αυτό, όταν είναι έτοιμος.
——————————
Πρωί-πρωί της 24ης Απριλίου, ο Μεχμέτ αγάς παρουσίαζε στο σουλτάνο δυο Γενουάτες που έρχονταν απεσταλμένοι απ’ το Γαλατά. Ο ένας ονομάζονταν Φαγιούζος και ο άλλος Άγγελος Ζαχαρίας. Σχεδόν αμέσως, μόλις μπήκαν οι δυο Γενουάτες στην πολυτελέστατη σκηνή που ήταν στημένη επιδεικτικά πάνω στο ύψωμα του Μάλτεπε απέναντι απ’ την πύλη του Ρωμανού, ο σουλτάνος κάλεσε το Μεχμέτ και τον διέταξε να ειδοποιήσει το διοικητή της αριστερής πτέρυγας της πολιορκίας Ζαγανό πασά και το ναύαρχο του στόλου Χαμουζά πασά, νά ‘ρθουν στη σκηνή του αμέσως. Ο Μεχμέτ έφυγε για να εκτελέσει τη διαταγή του κυρίου του, ενώ οι Γενουάτες απεσταλμένοι έμειναν στην ολομέταξη σκηνή του σουλτάνου και συνέχισαν τη συζήτηση μαζί του.
Επιστρέφοντας αργότερα ο Μεχμέτ, είδε από μακριά το Φαγιούζο και το Ζαχαρία να κατηφορίζουν στην πλαγιά του Μάλτεπε και να κατευθύνονται προς το Γαλατά.
Σε λίγο, έφτασαν και μπήκαν στη σκηνή του Μωάμεθ ο Ζαγανός με το Χαμουζά. Ο Μεχμέτ ανέφερε την παρουσία τους στο σουλτάνο και κάθισε έξω στην είσοδο της σκηνής, αντίκρυ στον ήλιο, για να ξεκουραστεί και να απολαύσει την πρωινή ομορφιά της φύσης. Ο βαρύς μπερντές που έκλεινε την πόρτα της σκηνής ήταν μισοτραβηγμένος κι ο Μεχμέτ έβλεπε και άκουγε τους πασάδες που συζητούσαν με το σουλτάνο.
-Θέλω, να τοποθετηθούν αρκετοί στρατιώτες στα υψώματα του Μανδρακιού, ακούστηκε για μια στιγμή η φωνή του Μωάμεθ να λέει στο Ζαγανό. Θέλω, να τοποθετηθούν δυο κανόνια κοντά στην προκυμαία και δυο στο απέναντι ύψωμα. Επίσης, θέλω όλος ο στόλος, μέσα κι έξω απ’ τον Κεράτιο να αγρυπνά, πρόσθεσε γυρίζοντας προς το μέρος του Χαμουζά.
Συνομίλησαν για λίγο ακόμη και μετά, οι δυο πασάδες υποκλίθηκαν στον κύριό τους κι έφυγαν βιαστικοί, για να εφαρμόσουν τις διαταγές του.
– – – – – – – – – – – – – – –
Μεσάνυχτα της 24ης Απριλίου, ο καπετάν Ιάκωβος Κόκκος ανέβαινε στη γαλέρα του ναυάρχου του στόλου Αλοΐζου Διέδου, όπου ήταν συγκεντρωμένα όλα τα μέλη του συμβουλίου. Ο καπετάν Κόκκος χαιρέτισε τους άρχοντες του συμβουλίου και είπε.
-Είμαι έτοιμος να ξεκινήσω αμέσως, άρχοντές μου. Έχω ετοιμάσει δυο γαλέρες και δυο-τρία μικρότερα πλοία, τα οποία και θα επιτεθούν. Για να κρύψω και να προφυλάξω τις γαλέρες μου, θωράκισα δυο μεγάλα πλοία πεντακοσίων τόνων με σακιά γεμάτα μαλλί και βαμβάκι. Έτσι, τα πέτρινα βλήματα και των πιο μεγάλων πυροβόλων, πέφτοντας πάνω στα σακιά αυτά, δε θα προξενούν καμιά απολύτως ζημία. Το καθένα απ’ τα δυο θωρακισμένα πλοία θα σέρνει μαζί του και μια μεγάλη βάρκα του και θα προστατεύει και μια γαλέρα με τον όγκο του. Η κάθε γαλέρα θα έχει δίπλα της κι ένα μικρό αυτοκρατορικό πλοίο με εικοσιτέσσερις κωπηλάτες. Τα μικρά πλοία θα πλησιάσουν τον τουρκικό στόλο προστατευόμενα απ’ τα δυο θωρακισμένα και, όταν φθάσουν στο κατάλληλο σημείο, θα εξορμήσουν ξαφνικά. Ταχύπλοα δε όπως είναι, θα επιτεθούν και θα βάλουν φωτιά στα τουρκικά πλοία, τα οποία, λόγω της στενότητας του κόλπου, δε θα μπορούν να ελιχθούν και θα καταστραφούν, μεταδίδοντας τη φωτιά μεταξύ τους απ’ το ένα στο άλλο.
Ο Κόκκος, τελειώνοντας τα λόγια του, είπε.
-Απ’ τις οχτώ η ώρα τα πλοία μου είναι έτοιμα να ξεκινήσουν. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να χάνω καιρό αλλά να επιστρέψω το συντομότερο στους ναύτες μου, που με περιμένουν έτοιμοι για δράση. Ο υπαρχηγός μου καπετάν Αντώνης Κερκυραίος είναι έτοιμος και σηκώνει άγκυρα. . .
Και, λέγοντας αυτά, χαιρέτισε κι έκανε να στραφεί προς την πόρτα για να φύγει.
-Όχι τόσο βιαστικά καπετάνιε. Του είπε ένας απ’ τους άρχοντες του συμβουλίου. Υπάρχουν λεπτομέρειες που το συμβούλιο θα ήθελε να τις ξανασκεφτεί και να τις συζητήσει.
Ο καπετάν Κόκκος ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε καμιά αναβολή και μάλιστα την τελευταία στιγμή, χωρίς καμιά εκ των προτέρων προειδοποίηση.
Επακολούθησε πολύωρη και έντονη συζήτηση αλλά στο τέλος επικράτησε η άποψη, να αναβληθεί η επιχείρηση για τη νύχτα της 28ης Απριλίου. Ο καπετάν Κόκκος κατά τα ξημερώματα γύρισε στο πλοίο του κι είπε στενοχωρημένος στον καπετάν Αντώνη που τον περίμενε μ’ αγωνία στο κατάστρωμα ξάγρυπνος.
-Οι άρχοντες ανέβαλαν την επιχείρηση για την 28η Απριλίου. Δε μ’ αρέσει καθόλου αυτή η αναβολή. Περισσότερο, δε μ’ αρέσει που μας σταματούν χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο, ενώ όλα είναι έτοιμα για να ξεκινήσουμε. Πολλά περνούν απ’ τη σκέψη μου. Δεν ξέρω, τι να υποθέσω και τι να πιστέψω. Καλύτερα, όμως, να μην πιστέψω τίποτα απ’ όσα υποθέτω.
-Τέσσερις μέρες από σήμερα είναι πολύς καιρός και δύσκολα κρατιέται μυστικό ένα τόσο τολμηρό σχέδιο, είπε μελαγχολικά ο καπετάν Αντώνης και ακολούθησε τον καπετάνιο του στην καμπίνα του.
– – – – – – – – – – – – – – – – –
Τα μεσάνυχτα της 28ης Απριλίου, οι κυβερνήτες των πλοίων της μοίρας που θα ξεκινούσε για το τολμηρό εγχείρημα της πυρπόλησης του τουρκικού στόλου είχαν συγκεντρωθεί στο πλοίο του καπετάν Κόκκου.
-Θα ξεκινήσουμε τα ξημερώματα. Δυο ώρες πριν τη χαραυγή, είπε ο Κόκκος. Δίπλα στα δυο θωρακισμένα πλοία θα πλέουν, όπως έχει προκαθοριστεί, η γαλέρα του καπετάν Γαβριήλ Τρεβηζάνου και η γαλέρα του καπετάν Ζαχαρία Γριόνη. Πίσω απ’ τις γαλέρες, θ’ ακολουθούν τα εικοσιτετράκουπα πλοία του καπετάν Σιλβέστρου Τρεβηζάνου, του καπετάν Ιερώνυμου Μοροζίνη και το δικό μου. Δίπλα μας θα πλέουν οι βάρκες, οι φορτωμένες με πίσσα, ξερά κλαδιά, θειάφι και μπαρούτι. Οι βάρκες αυτές, μόλις αρχίσει η επίθεση, θα προχωρήσουν γρήγορα προς διαφορετικά σημεία κι όσο πιο βαθιά μπορούν ανάμεσα στα τουρκικά πλοία και οι κυβερνήτες τους θα ανάψουν το μπαρούτι για να βάλουν φωτιά στον εχθρικό στόλο. Είναι οπωσδήποτε βασικό κατά την πορεία και καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχείρησης, να κρατήσουμε την κανονική διάταξη, πρόσθεσε ο καπετάν Κόκκος την ώρα που οι άλλοι καπεταναίοι ήταν έτοιμοι να κατεβούν τις σκάλες του πλοίου του, για να επιστρέψουν στα δικά τους καράβια.
Μετά τα μεσάνυχτα, δυο περίπου ώρες πριν τη χαραυγή, μια μικρή μοίρα ξεκινούσε απ’ τον ελληνικό ναύσταθμο και προχωρούσε αργά κι αθόρυβα προς το βάθος του Κερατίου Κόλπου. Μόλις τα πλοία ξανοίχτηκαν προς το Μανδράκι, μια μεγάλη φωτιά άναψε ξαφνικά πάνω στην κορυφή του υψώματος του Γαλατά. Οι ναύτες της μικρής μοίρας δεν έδωσαν σημασία στις μεγάλες φλόγες που φώτιζαν το λόφο του Πέραν και συνέχισαν να τραβούν τα κουπιά τους ρυθμικά. Ο καπετάν Αντώνης Κερκυραίος, που είδε πρώτος τις φλόγες της φωτιάς να υψώνονται μέσα στη νύχτα, άρπαξε σφιχτά τον καπετάνιο του Ιάκωβο Κόκκο απ’ το μπράτσο κι αμίλητος τού ‘κανε νόημα να στρέψει τα μάτια του προς το ύψωμα του Γαλατά. Ο Βενετός καπετάνιος είδε με έκπληξη τη φωτιά να φωτίζει τον ορίζοντα και, χωρίς να το θέλει, άφησε μια βρισιά. Απ’ το μυαλό του πέρασαν γρήγορα οι πολύωρες συζητήσεις του συμβουλίου, οι ακατανόητες επιφυλάξεις των αρχόντων και η αδικαιολόγητη αναβολή της επιχείρησης για τέσσερες μέρες. Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Τα πλοία του βρισκόταν σχεδόν στη μέση της απόστασης που χώριζε τον τουρκικό στόλο του Κερατίου απ’ τον ελληνικό ναύσταθμο κι όλο προχωρούσαν στο σκοπό τους κι αθόρυβα στη νύχτα γλιστρούσαν πάνω στα ήσυχα νερά κι όλο και πλησίαζαν τα τουρκικά καράβια. Είχαν πλησιάσει αρκετά, όταν για μια στιγμή τα τουρκικά πυροβόλα άρχισαν όλα μαζί να ρίχνουν καταπάνω τους. Οι Τούρκοι ήταν άγρυπνοι κι έτοιμοι και περίμεναν τον ερχομό τους.
-Προδοσία, φώναξε με θυμό ο καπετάν Κόκκος στο βοηθό του που στεκόταν δίπλα του κι έδωσε διαταγή να κάνουν γρήγορα οι κωπηλάτες. Κάνετε γρήγορα, κάνετε γρήγορα, φώναζε δυνατά.
Όμως, τα μεγάλα πλοία δεν μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα, γιατί οι σαράντα κωπηλάτες που είχε το καθένα δεν ήταν αρκετοί για να κινήσουν με την ταχύτητα που χρειαζόταν την ώρα εκείνη το μεγάλο όγκο τους. Ο Κόκκος έδωσε εντολή στους κωπηλάτες του να ταχύνουν το ρυθμό τους και να εγκαταλείψουν το σχηματισμό της μοίρας. Το μικρότερο πλοίο προχώρησε κι αποχωρίστηκε απ’ τ’ άλλα. Βιαζόταν να πλησιάσει τον τουρκικό στόλο και να βάλει φωτιά. Τα εχθρικά πυροβόλα έριχναν ασταμάτητα απ’ τη στεριά και τα πλοία απαντούσαν στον εχθρό με τα δικά τους κανόνια. Η μάχη είχε ανάψει. Το πλοίο του καπετάν Κόκκου προχωρούσε απτόητο ανάμεσα στους αρμυρούς πίδακες που σήκωναν τα μεγάλα βλήματα των τουρκικών κανονιών, καθώς έπεφταν με ορμή στη θάλασσα. Γρήγορα βρέθηκε στη μέση των τουρκικών πλοίων, τα οποία ήταν άγρυπνα και περίμεναν έτοιμα την επίθεση. Δυο βολές των εχθρικών κανονιών έπεσαν πάνω στο μικρό πλοίο του Βενετού καπετάνιου. Η πρώτη το χτύπησε στην πλώρη χωρίς να του προξενήσει μεγάλες ζημιές. Η δεύτερη, όμως, το βρήκε στο κατάστρωμα και το διαπέρασε πέρα για πέρα. Απ’ τα σπασμένα πλευρά του το νερό όρμησε ασταμάτητο στο αμπάρι. Όλα πλημμύρισαν με μιας. Σχεδόν αμέσως, το ηρωικό πλοίο εξαφανίστηκε απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, παρασύροντας μαζί του στο βυθό τον καπετάν Ιάκωβο Κόκκο, τον καπετάν Αντώνη Κερκυραίο και ολόκληρο το πλήρωμα που αποτελούνταν από εβδομήντα δύο κωπηλάτες.
Η γαλέρα του καπετάν Γαβριήλ Τρεβηζάνου, που συνόδευε το πλοίο του καπετάν Κόκκου, δεν αντιλήφθηκε τα όσα είχαν συμβεί, γιατί, λόγω του σκότους και του καπνού των πυροβόλων, δεν ήταν δυνατό να διακρίνει κανείς το τι γινόταν παραπέρα. Επιπλέον και η γαλέρα αυτή είχε χτυπηθεί και δεν μπορούσε να κινηθεί γρήγορα. Δυο μεγάλα πέτρινα βλήματα έπεσαν επάνω της κι άνοιξαν μεγάλες τρύπες στα πλευρά της. Ευτυχώς, δυο πληγωμένοι κωπηλάτες που ήταν ξαπλωμένοι κάτω στα αμπάρια είδαν τα νερά να μπαίνουν στο πλοίο και ειδοποίησαν έγκαιρα το πλήρωμα. Οι ναύτες έτρεξαν αμέσως και με μανδύες, μαξιλάρια κι άλλα ρούχα που βρέθηκαν μπροστά τους εκείνη τη στιγμή, έκλεισαν πρόχειρα τις τρύπες και κατάφεραν, παρ’ ότι το πλοίο είχε βυθιστεί ως τη μέση, να το βγάλουν με γρήγορη κωπηλασία απ’ τη μάχη και να το φέρουν πίσω στο ναύσταθμο. Τα υπόλοιπα πλοία, μόλις είδαν το ατύχημα και τη συμφορά των δύο άλλων πλοίων, του Τρεβηζάνου και του Κόκκου, αντί να επιτεθούν όπως είχε προκανονιστεί, προσπάθησαν να φύγουν. Κατάφεραν δε, ύστερα από λυσσώδη μάχη μιάμισης ώρας, να ξεφύγουν τον τουρκικό κλοιό και να γυρίσουν στο ναύσταθμο.
Όσοι σώθηκαν, γύρισαν τσακισμένοι πίσω στο λιμάνι κι έκλαιγαν το χαμό του καπετάν Κόκκου και των συντρόφων του.
Ο ναύαρχος Διέδος έδωσε εντολή, όλα τα πληρώματα να παραμείνουν άγρυπνα στις θέσεις τους. Φοβόταν, μήπως οι Τούρκοι, επωφελούμενοι την πρόσφατη επιτυχία τους, τους επιτεθούν και χτυπήσουν το ναύσταθμο.
-Αν μας επιτεθούν τώρα, έτσι όπως είμαστε ταλαιπωρημένοι και πανικόβλητοι, θα μας πιάσουν οπωσδήποτε όλους ζωντανούς, είπε ένας ναύτης στο συνάδελφό του που στεκόταν με το τόξο του στο χέρι, άγρυπνος και φοβισμένος μέσα στη νύχτα.
Κάτι πήγε να απαντήσει ο άλλος αλλά δεν πρόφτασε, γιατί ακούστηκε η φωνή του καπετάνιου που πλησίαζε κι έλεγε σ’ έναν αξιωματικό ο οποίος βάδιζε δίπλα του.
-Αν ο καπετάν Κόκκος δεν βιαζόταν να δρέψει μόνος αυτός τη δόξα της επιτυχίας κι έμενε μαζί μας στο σχηματισμό, η επίθεση θα πετύχαινε. Τα εβδομήντα πλοία των Τούρκων θα καίγονταν τώρα κι εμείς θα πανηγυρίζαμε τη νίκη μας, αντί να θρηνούμε τη συμφορά μας.
-Θα είχαμε, οπωσδήποτε, καλύτερα αποτελέσματα, αν δεν προδίδονταν το σχέδιό μας απ’ τους Γενουάτες. Είδες τη μεγάλη φωτιά που άναψε πάνω στο ύψωμα του Γαλατά, ακριβώς την ώρα που ξεκινούσαμε; Πολλοί το είπαν σύμπτωση. Εγώ το λέω προδοσία, είπε εμφαντικά ο αξιωματικός στον καπετάνιο του, ενώ τα βήματα των δύο αντρών απομακρύνονταν προς την άλλη άκρη του καραβιού.
Οι δυο ναύτες κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι κι έμειναν σιωπηλοί. Δεν είχαν δει την παράξενη φωτιά, γιατί εκείνη την ώρα καθόταν κάτω στα κουπιά.
Η νύχτα έσβηνε. Το ξημέρωμα είχε αρχίσει να φωτίζει αμυδρά τα χλομά απ’ τη φρίκη πρόσωπά τους. Έμειναν εκεί βουβοί και συντριμμένοι για πολλή ώρα.
Ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, όταν γοερές κραυγές και θρήνοι ακούστηκαν να έρχονται από μακριά, πέρα απ’ το μέρος του τουρκικού στόλου του Μανδρακιού. Οι δυο ναύτες αλληλοκοιτάχτηκαν και κάποια ελπίδα πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό τους.
-Λες να τους κάναμε και μεις τόση ζημιά, ώστε με το φως της μέρας τη διαπίστωσαν και θρηνούν κι εκείνοι τώρα τη συμφορά τους; Είπε ο ένας απ’ τους δυο.
-Καθόλου απίθανο, απάντηαε ο άλλος. Η μάχη ήταν σκληρή. Κράτησε πάνω από μιάμιση ώρα. Κι εμείς, βέβαια, δεν ρίχναμε στο βρόντο.
Οι κοπετοί και οι θρήνοι άλλοτε σταματούσαν κι άλλοτε ξανακούγονταν πιο δυνατοί και πιο σπαραχτικοί. Οι πολεμιστές πάνω απ’ τα τείχη της πόλης, μαζεμένοι στις επάλξεις, έβλεπαν το τι γινόταν πέρα στο τουρκικό αγκυροβολείο μέσα στον κόλπο και με διάφορα νοήματα προσπαθούσαν να εξηγήσουν από κει ψηλά κάτω στους ναύτες των πλοίων το τι συνέβαινε. Τα νοήματα, όμως, ήταν τόσο πολλά και τόσο παράξενα και μπερδεμένα, που κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς εννοούσαν. Πολλοί ναύτες νόμιζαν πως έβλεπαν τους φρουρούς πάνω στους πύργους να χτυπιούνται και να κλαίνε. Άλλοι υποστήριζαν πως οι χειρονομίες αυτές και οι κινήσεις των στρατιωτών στις επάλξεις ήταν εκδηλώσεις χαράς κι ότι οι στρατιώτες δεν έκλαιγαν αλλά ζητωκραύγαζαν.
Ο καπετάνιος του πλοίου βγήκε κι αυτός στο κατάστρωμα, όπως κι ολόκληρο το πλήρωμα και, δίπλα στους δυο ναύτες της υπηρεσίας, παρακολουθούσε τις κινήσεις των στρατιωτών ψηλά στους πύργους. Προσπαθούσε να καταλάβει κι ο ίδιος το τι συνέβαινε. Στο μεταξύ, οι οιμωγές και οι θρήνοι δεν σταματούσαν. Η πρωινή αύρα που φυσούσε απ’ τη Μαύρη Θάλασσα έφερνε τις γοερές εκείνες κραυγές στ’ αφτιά των ναυτών, άλλοτε συγκεχυμένες κι ακαθόριστες κι άλλοτε καθαρότερες και σπαραχτικές.
-Καπετάνιε, καπετάνιε . . . Ακούστηκε για μια στιγμή η μπερδεμένη φωνή ενός λαχανιασμένου αγγελιοφόρου, που ανέβαινε βιαστικός στο πλοίο.
Ο καπετάνιος, με το βλέμμα στραμμένο προς τα τείχη, στεκόταν ανάμεσα στους δυο ναύτες του λίγα βήματα πιο πέρα απ’ τις σκάλες του πλοίου.
-Τι συμβαίνει; ρώτησε μ’ έντονο ενδιαφέρον ο καπετάνιος γυρίζοντας προς τον αναστατωμένο αγγελιοφόρο.
-Καπετάνιε, τους σκοτώνουν. Τους κομματιάζουν ζωντανούς, συνέχισε έξαλλος ο αγγελιοφόρος.
-Ποιους σκοτώνουν; Μίλησε και πες μου καθαρά. Φώναξε προστακτικά ο καπετάνιος.
-Καπετάνιε, επανέλαβε κάπως πιο συγκρατημένα ο αγγελιοφόρος. Απ’ το πλοίο του καπετάν Κόκκου που βούλιαξε χτες το βράδυ γλίτωσαν καμιά σαρανταριά ναύτες. Βγήκαν κολυμπώντας στη στεριά του Πέραν. Αλλά, κατά κακή τους τύχη, έπεσαν πάνω στους Τούρκους.
Ο αγγελιοφόρος σκούπισε τα δάκρυά του και γύρισε αλλού το κεφάλι του, προσπαθώντας να ακούει λιγότερο τις σπαραχτικές κραυγές που έφερνε από μακριά ο άνεμος. Κατάπιε μια-δυο φορές για να διώξει έναν κόμπο που τον έπνιγε στο λαιμό, ξανασκούπισε τα δάκρυά του και συνέχισε.
-Τους δυστυχείς ναύτες, που έπιασαν στα χέρια τους οι βάρβαροι, τους θανατώνουν με τα χειρότερα βασανιστήρια. Άλλους σφάζουν και καρφώνουν τα κεφάλια τους σε μυτερά παλούκια κι άλλους τους παλουκώνουν ζωντανούς και μπήγουν την κάτω άκρη του παλουκιού στο χώμα. Τους στήνουν έτσι μισοπεθαμένους όρθιους στη γη και τους αφήνουν εκεί στητούς να ξεψυχήσουν.
Τα μάτια όλων γέμισαν δάκρυα. Όλοι με μιας γύρισαν αυθόρμητα προς το μέρος του Μανδρακιού, έβγαλαν τα καπέλα τους κι έκαναν σιωπηλοί το σταυρό τους.
Εκεί, στο κατάστρωμα, έμειναν για αρκετή ώρα βουβοί και δακρυσμένοι. Κάθε φορά που ο αέρας έφερνε πέρα απ’ τον τόπο του μαρτυρίου κι έναν καινούριο θρήνο στ’ αφτιά τους, έσκυβαν τα πρόσωπά τους μέσα στα χέρια τους κι έκλαιγαν πικρά.
Χλομός ο ήλιος σκαρφάλωνε αργά στον ορίζοντα και οι ανώνυμοι εκείνοι μαχητές, μαζί με τους καπετάνιους τους, ασάλευτοι προσκυνητές μιας τραγικής θυσίας, μοιράζονταν από μακριά με το δικό τους τρόπο το δράμα των ηρωικών συντρόφων τους. Με δάκρυα στα μάτια και σπαραγμό στην καρδιά, τις τραγικές εκείνες στιγμές, όλοι οι μαχητές της Κωνσταντινούπολης θρηνούσαν την απάνθρωπη σφαγή των συντρόφων τους.
Ψηλά, απ’ τα βουβά τείχη ή πάνω απ’ τα πένθιμα καταστρώματα των πλοίων, η πολιορκημένη πόλη, με ματωμένη την καρδιά και κρατημένη την ανάσα της, συνόδευε τους δύστυχους υπερασπιστές της, τα τραγικά εκείνα θύματα του καθήκοντος και της βαρβαρότητας των εχθρών της, στην αιώνια κατοικία τους.
Αν θελετθέλετε ανεβάστε για την ΔΔΕΕ την αποστολή, τον εξοπλισμό,επιχηρησεις και τους ρόλους τους
ΑπάντησηΔιαγραφή