ΣΕΛΙΔΕΣ

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΤΑΔΡΟΜΩΝ. Κύπρος 1974

(Αναδημοσίευση)


Σε μια εξαιρετική έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ, με τον τίτλο «Μνήμες Πολέμου 1897-1974», καταγράφονται επιλεγμένες ιστορίες μαχητών από όλους τους πολέμους και τις μάχες που συμμετείχαν στο πέρασμα του χρόνου. Είναι ένα βιβλίο μοναδικό. 

Σε ένδειξη τιμής προς τους αγωνιστές Καταδρομείς της Κύπρου και τους τιμημένους νεκρούς ήρωες, παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα.


Μάλεμε, 21 Ιουλίου 1974. Αφήγηση του Στρατιώτη Αθανασίου Ζαφειρίου 

«Ήταν απόγευμα της Κυριακής 21ης Ιουλίου. Ήμουν οδηγός σε στρατιωτικό αυτοκίνητο και έφθασα στο στρατόπεδα Μάλεμε Χανίων φορτωμένος με στρατιωτικά υλικά. Είδα τους συναδέλφους με πλήρη πολεμική εξάρτυση.

-Τι συμβαίνει; ρώτησα. 

- Φεύγουμε για την Κύπρο. Άφησα το αυτοκίνητο κατ έτρεξα να ετοιμασθώ. Σε λίγα λεπτά βρέθηκα στην γραμμή μαζί με τους υπολοίπους. Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος Μπήκαμε σε στρατιωτικά λεωφορεία και ξεκινήσαμε για το αεροδρόμιο των Χανίων. 

[...] Στάθηκα για μια στιγμή σκεφτικός. Έστρεφα το βλέμμα μου εις τους τάφους των Βενιζέλων.

Έσκυψα, χούφτωσα λίγο χώμα Ελληνικό, το φίλησα κατ τόριξα στην τσέπη της φόρμας μου. Δεν ήξερα αν θα ξανάβλεπα την Ελλάδα.. 

Σπύρου Παπαγεωργίου, Πεθαίνοντας στην Κύπρο, σελ. 98-101 



Χανιά, στρατόπεδο Α’ Μοίρας Καταδρομών, 21 Ιουλίου 1974

Στο στρατόπεδο παρέμεινε μια διμοιρία (υπό τον υπολοχαγό Λευτέρη Μπουϊκίδη) για τη φύλαξη του, οι άντρες της οποίας θεώρησαν τους εαυτούς τους σαν τους μεγάλους χαμένους ιδιαίτερα τη στιγμή που τα δεκαπέντε λεωφορεία άρχισαν να βγαίνουν από την πύλη. 

... «Ρε σεις πάμε για του πόλεμο», είπε ο στρατιώτης Γιώργος Νομπέλης και έβαλε τα γέλια και όλα τα παιδόπουλα έπιασαν το τραγούδι με την προτροπή του υποδιοικητή που παραβίαζε τη διαταγή του ανωτέρου του. «Πότε θα κάνει ξαστεριά.. πότε θα ξημερώσει...». 

0 υπολοχαγός Μπένος που καθόταν δίπλα στον πολίτη οδηγό, άρχισε και αυτός να τραγουδά σαν είδε ένα γέρο Κρητικό με τις παραδοσιακές του βράκες να στέκει στην άκρη του δρόμου και ακούγοντας το τραγούδι των καταδρομέων σήκωσε ψηλά τη μαγκούρα και άρχισε να τους χαιρετά. 

«Να πάρω το... να πάρω το... τουφέκι μου». 

Και άλλοι Κρητικοί που άκουσαν το τραγούδι και είδαν το κονβόι στάθηκαν στην άκρη και αποχαιρέτισαν τα παλικαρόπουλα που πήγαιναν στον πόλεμο για την τιμή της πατρίδος.

Ιωάννη Δ. Κακολύρη, Οι πολεμιστές τον ουρανού, σελ. 161-162


Επιχείρηση «Λαβίδα», 20 Ιουλίου 1974 

Λίγο μετά την 21.00 ώρα, και ενώ η Μοίρα βρισκόταν περίπου στο φυλάκιο του ΟΗΕ, η Αετοφωλιά δεχόταν τα πυρά ομάδος όλμων 60 χλστ. από το Κοτζάκαγια. Τα βλήματα πέρναγαν επάνω από τα κεφάλια των λόχων κρούσεως και έπεφταν περί τα 50-70 μέτρα παρακάτω από τις θέσεις μας. Οι εχθρικοί όλμοι, παρά τα ισχύοντα περί όπλων καμπύλης τροχιάς ήταν ταγμένοι, ως μη όφειλαν, απέναντί μας επί του πρανούς! Έτσι, οι λάμψεις από τις εκτοξεύσεις των βλημάτων πρόδιδαν κατ κατεδείκνυαν τις θέσεις τους.Δεν χρειάστηκαν παρά δύο μόνον απανωτά βλήματα αντιαρματικού ΠΑΟ 57 χλστ. για να σιγήσουν οριστικά. Και να φαντασθεί κανείς ότι, οι χειριστές του αντιαρματικού όπλου έκαναν νυχτερινή βολή με αυτοσχέδια μέσα. Επειδή δεν είχαμε διόπτρα νυχτερινής σκοπεύσεως σκαρφιστήκαμε την χρησιμοποίηση της κοινής διόπτρας φωτίζοντάς την καταλλήλως με αναμμένο τσιγάρο! 

Η ώρα πέρναγε. Τα πυρά υποστηρίξεως και καλύψεως της κινήσεως της Μοίρας συνέχιζαν ακατάπαυστα. Και ήταν, σχεδόν στο σύνολό τους πυρά υπερκείμενα. Οι τροχιές πέρναγαν επάνω από τα κεφάλια των δικών μας τμημάτων. Εάν κάποιος χειριστής έκανε λάθος ή κάποια πυρομαχικά ήταν ελαττωματικά, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να χτυπηθούμε μεταξύ μας. Στις ασκήσεις ουδέποτε επιτρέπεται η εκτέλεση υπερκείμενων πυρών, και μάλιστα με όπλα καμπύλης τροχιάς. Οι καταδρομείς έπαιρναν ένα παρατεταμένο «βάπτισμα πυρός», όπως δεν το είχαν δοκιμάσει ποτέ στην εκπαίδευση. Μετά την πρώτη ανατριχίλα από το πλατάγισμα των πολυβόλων, σιγά-σιγά το συνήθισαν και μάλιστα ήταν σε θέση να απεικάσουν μέσα στην νύχτα πού περίπου έπεφταν οι σφαίρες και πόσο ψηλότερα από τα κεφάλια τους πέρναγαν οι τροχιές. 

Ελευθερίου Σταμάτη, Κύριοι, πάτε γιά ύπνο, σελ. 90 


Ύψωμα Κοτζάκαγια, νύχτα 20/21 Ιουλίου 1974. 
Από το ημερολόγιο του Λοχία Γιάννη Στεφάνου 

Προχωρούμε με προφύλαξη και αφού φθάνουμε σχεδόν στην κορυφή μένουμε στο αντέρεισμα που είναι οι Τούρκοι. Ολόκληρη η πλευρά είναι γεμάτη πολυβολεία και χαρακώματα. Ο λοχαγός διατάζει να γίνη αιφνιδιαστική επίθεση γιατί κάθε φυλάκιο είχε τουλάχιστον 5 άνδρες. Ετοιμαστήκαμε κατ μόλις ο λοχαγός φώναξε «έφοδο», ορμήσαμε προς τα πολυβόλα, πυροβολώντας στις θυρίδες ρίχνοντας χειροβομβίδες και φωνάζοντας «αέρα!». Οι Τούρκοι άρχισαν να βγαίνουν από τα πολυβολεία τρέχοντας δεξιά κατ αριστερά σαν τα ποντίκια που τρέχουν στις φάκες. Άλλοι πετάνε τα όπλα τους και άλλοι φωνάζουν ότι θέλουν να παραδοθούν. Το ύψωμα Κοτζάκαγια είχε πια καταληφθή. Όλος ο λόχος κάνει μια γενική εκκαθάριση στα πολυβολεία και στα χαρακώματα και παίρνουμε θέση μάχης. Ποτέ όλοι μαζί δεν έχουμε νοιώσει τόση χαρά, όσο αυτή τη στιγμή που έχουμε καταλάβει το ύψωμα χωρίς ένα δικό μας θύμα. Και όμως μια ριπή σχίζει ξαφνικά την αισιοδοξία μας στα δύο: Τρεις Τούρκοι σε ένα απομακρυσμένο φυλάκιο είχαν κρυφθή χωρίς να τους αντιληφθούμε, με αποτέλεσμα να σκοτωθή ο λοκατζής Χριστοφ. Χριστοφόρου. Στο μεταξύ, οι Τούρκοι κτυπούν λυσσασμένα αλλά καθώς έχουν βγη στα φανερά πια, μεταφέροντας μαζί τους μπαζούκας, ο λοκατζής Αν. Πίττας καλυπτόμενος από μας, πλησίασε στο φυλάκιο και τους πέταξε μια χειροβομβίδα. Και οι τρείς πήγανε στου Αλλάχ τη μάνα...

Σπύρου Παπαγεωργίου, Πεθαίνοντας στην Κύπρο, σελ. 50-51 


Ύψωμα Κοτζάκαγια, νύχτα 20/21 Ιουλίου 1974.
Αφήγηση Εφέδρου Αξιωματικού Οικονομίδη

Η ώρα 24.00, άρχισαν αυτοί να επιτίθενται. Κατάλαβαν ότι κατελήφθη το ύψωμα. Οι επιθέσεις γίνονταν από την Αγύρτα και ίσως από τον Άγιο Ιλαρίωνα...Ήταν από κάτω και τους άκουες. Είχαν έναν σαν τον Χότζα και τους έλεγε διάφορα...Αλαλαγμοί διάφοροι. Εμείς τους αφήναμε. Στο μεταξύ πήραμε τα όπλα τους, τα πολυβόλα που είχαν εκεί, στραμμένα 50άρια, 30άρια Browning…

Έρχονταν από την νότια πλευρά και ανέβαιναν πάνω. Από την άλλη ήτανε ο 11ος Λόχος Κρούσεως με τον Γαληνό, τους απέκοψε και τούς αποδεκάτισε όλους τους άλλους. Και ο 12ος Λόχος Κρούσεως αλλά κυρίως ο Γαληνός...

Άρχισε η αντεπίθεση. Γιουρούσι απερίγραπτο. Τους αφήναμε και ερχόντουσαν πάνω. Είχα με ένα παιδί ανθυπολοχαγό του 12ου Λόχου Κρούσεως τον Κώστα Μαλεκκίδη, ένα πολυβόλο και μαλώναμε ποιος θα βάζει. Διότι ένας κρατούσε την ταινία κι ο άλλος έβαζε. Είχαμε δύο ή το πολύ τρία πολυβόλα. Στο ένα ήμασταν εμείς. Τους αφήναμε να ανεβαίνουν εντελώς για να μην καταλαβαίνουν που είμαστε. Στα τρία μέτρα τους ρίχναμε. Αυτοί έτρεχαν και τους διαλύαμε. Πενηντάρες τώρα... Πέφταν πάνω μας και τους κλωτσούσαμε δεξιά - αριστερά για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε Και μαλώναμε ποιός θα βάλει.. . 
Ελευθερίου Σταμάτη, Κύριοι, πάτε για ύπνο, σελ. 98


Πέλλα Πάις, νοτιοανατολικά της Κερύνειας, 20-21 Ιουλίου 1974. 

Αφήγηση Γεωργίου Κάιζερ 

«Εις το νοσοκομείον το οποίον προχείρως διευθετήσαμε εις Πέλλα Πάις άρχισαν να καταφθάνουν και οι πρώτοι τραυματίες μας από τις μάχες Ήταν μεγάλη η συγκίνηση να βλέπης και να ακούης τους ευσταλείς καταδρομείς μας να ζητούν να τύχουν συντόμως των πρώτων βοηθειών για να γυρίσουν στο πεδίο της μάχης»

Σπύρου Παπαγεωργίου, Πεθαίνοντας στην Κύπρο, σελ. 60 


Νύχτα 21/22 Ιουλίου 1974 
Αφήγηση Αθαν. Ζαφειρίου, μοναδικού διασωθέντος από την κατάρριψη αεροσκάφους κοντά στη Λευκωσία.

«Η Λευκωσία ήταν πολύ κοντά μας βλέπαμε τις φωτιές. Θα απείχε μόνο λίγα χιλιόμετρα κατ το αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνη ακόμη πιο χαμηλά για να προσγειωθή. 

Μπροστά μας πήγαιναν τα άλλα αεροπλάνα. 

Ξαφνικά μας κτύπησαν αντιαεροπορικά. Θα ήταν μεσάνυκτα. 

Πρώτα νοιώσαμε ένα συγκλονιστικό τράνταγμα και το αεροσκάφος άρχισε να «παλαντζάρη». Πριν καταλάβουμε τι έγινε άρχισαν να το τυλίγουν οι φλόγες κοίταξα το πάτωμα. Ήταν διάτρητο! Μας είχε πετύχει και μάλιστα καίρια. Είχα ακουμπήσει τα πόδια μου πάνω σε κάτι ξύλινα κιβώτια που περιείχαν πυρομαχικά. Τα είδα να παίρνουν φωτιά. 

Εκείνη την στιγμή ένοιωσα ότι όλα τελείωσαν .. Δίπλα μου οι περισσότεροι συνάδελφοι, κτυπημένοι από τα βλήματα βογγούσαν. Εν τω μεταξύ, η φωτιά μεγάλωνε. Η φόρμα παραλλαγής που φορούσα είχε ήδη ανάψει. Πάνω από το κεφάλι μου μια εστία φωτιάς μου έκαιγε τα μαλλιά. Κτυπούσα το ένα χέρι μου με το άλλο προσπαθώντας να σβήσω την φωτιά που με έκαιγε. Και το αεροπλάνο ήταν φανερό, οτι είχε μείνει ακυβέρνητο. Σηκώθηκα όρθιος γιατί το κάθισμα που καθόμουν είχε πάρει φωτιά. Ξανάπεσα όμως γιατί το αεροπλάνο πήγαινε πια σαν τρελλό...» 

Απελπισία! Ο Ζαφειρίου ένοιωθε να τον κυριεύη η απόγνωση. Τα πυρομαχικά πήραν φωτιά και γύρω πολλοί καταδρομείς σπαρταρούσαν τραυματισμένοι από τις σφαίρες μεγάλου διαμετρήματος που είχαν διαπεράσει πέρα για πέρα το αεροπλάνο. Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι το αεροπλάνο ήταν πια ακυβέρνητο. Και ο Ζαφειρίου τελειώνει έτσι την συγκλονιστική αφήγησή του: 

«Δεν ξέρω πώς μου ήρθε εκείνη την στιγμή και με όσες δυνάμεις μου έμειναν, σύρθηκα μέχρι την έξοδο του αεροπλάνου. 'Ισως να ήταν και κτυπημένη. Πάντως βρήκα την δύναμη και την άνοιξα. Το επόμενο δευτερόλεπτο βρέθηκα στο κενό! 165 μέτρα πιο πέρα το αεροπλάνο καρφώθηκε στην γη μαζί με τούς 32 συντρόφους μου, μα εγώ δε το είδα».

Σπύρου Παπαγεωργίου, Πεθαίνοντας στην Κύπρο, σελ. 101-102


Αεροσκάφος «Νίκη 7», μετά την προσγείωση στη Λευκωσία, 
ώρα 02.30, 22 Ιουλίου 1974 

Η ομάδα πού γύρισε πίσω στο αεροπλάνο αποτελείτο από τον Δημητρό, τον Μπένο κατ τούς στρατιώτες Μακρυποδάκη και Μπικάκη. Φτάνοντας στα δύο μέτρα απόσταση, μπόρεσαν να δουν το σκοτεινό όγκο του ακινητοποιημένου Νοράτλας πού ακόμη έβγαζε καπνούς αν και οι φωνές τον τραυματία ακούγονταν σε μεγαλύτερη απόσταση. Ο Δημητρός είχε σκεφτεί να πάρει κάποιο από τα όπλα των τραυματισμένων καταδρομέων έτσι που να μη νιώθει άοπλος και απροστάτευτος. Ανέβηκε πρώτος στο αεροπλάνο και με τη βοήθεια του φακού που του είχε δώσει ο Καγιαμπάκης έριξε τη δέσμη προς το εσωτερικό της ατράκτου και το αίμα του πάγωσε μέσα στις φλέβες.

Δεν είχε νιώσει το φόβο όση ώρα τους χτυπούσαν τα αντιαεροπορικά, δεν είχε νιώσει τον τρόμο όταν τους χτύπησαν τους κινητήρες και την άτρακτο, δεν είχε νιώσει τον πανικό όταν η θανατική τους καταδίκη ήταν υπογεγραμμένη και βέβαιη. 

Αλλά αντικρίζοντας τη λίμνη του αίματος πάνω στα σανίδια της ατράκτου τα ένιωσε όλα μαζί. Και φόβο και τρόμο και πανικό. Η επιθυμία του για να πάρει κάποιο όπλο του έφυγε μονομιάς. Δεν μπορούσε να πατήσει πάνω στο αίμα των παιδιών που είχε φέρει μέχρι την Κύπρο. Το θεώρησε σαν να πατούσε πάνω σε τάφους ιερούς και άγιους. 

Γύρισε τη δέσμη τον φακού προς το μέρος των καθισμάτων και είδε τα ακινητοποιημένα σώματα δύο καταδρομέων, όπου το αίμα είχε πλημμυρίσει τόσο τα ρούχα τους, όσο και το χώρο γύρω από τα καθίσματά τους. Και οι δύο έδειχναν νεκροί.

Λίγο πιο μπροστά ήταν το σώμα του παιδιού που βογγούσε συνέχεια και ήταν και αυτός πλημμυρισμένος στο αίμα. Ο φακός γλίστρησε από τα χέρια του και βγήκε έξω από το αεροπλάνο συντετριμμένος. 

Ιωάννη Δ. Κακολύρη, Οι πολεμιστές τον ουρανού, σελ. 222


Περιοχή Κερύνειας, 22 Ιουλίου 1974

Στο δραματικό εκείνο σκηνικό εκτυλίχθηκαν ανεπανάληπτες σκηνές. Οι πράξεις ηρωισμού, αυτοθυσίας και μεγαλείου, διαδέχονταν η μια την άλλη. Οι καταδρομείς πολέμησαν γενναία. Όμως ο αγώνας ήταν δραματικά άνισος. Ο ελαφρός οπλισμός των καταδρομέων ήταν αδύνατον να παλέψει με τους χαλύβδινους θώρακες. Ο ένας λόχος της Μοίρας (33 ΜΚ) έπαθε μεγάλο χαλασμό. Χάθηκε ο διοικητής του λόχου, ο ηρωικός υπολοχαγός Νικόλαος Κατούντας. Χάθηκαν μαζί του πολλοί Κύπριοι αξιωματικοί και καταδρομείς.

Ο διοικητής του άλλου λόχου κρούσεως, υπολοχαγός Βασίλειος Ροκκάς, ο οποίος, παρά τον τραυματισμό του στα Πετρομούθια επανήλθε στα καθήκοντά του, με όσους βρέθηκαν γύρω του, κατόρθωσε να φθάσει στην Κερύνεια. Εκεί, μαζί με τους δικούς του και λίγους πεζικάριους, εγκλωβίστηκαν και περικυκλώθηκαν σε μιαν ανεγειρόμενη οικοδομή. Βαλλόμενοι πανταχόθεν από μικρές αποστάσεις και υφιστάμενοι απώλειες, αμφιταλαντεύονταν προκειμένου να αποφασίσουν περί του πρακτέου. Το φάσμα της εξοντώσεως και της αιχμαλωσίας ήταν προφανές. Η λύση της αυτοκτονίας ήταν μέσα στις επιλογές τους. Έφθασαν στο σημείο να την συζητούν ανοιχτά μεταξύ τους. Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, ο υπολοχαγός Ροκκάς πήρε την την μεγάλη απόφαση. Αποφάσισε διάσπαση κλοιού. Το σχεδίασε και το επιχείρησε. Το εγχείρημα πέτυχε. Ορισμένοι χάθηκαν. Οι πολλοί όμως, μαζί με τον γενναίο υπολοχαγό, διέφυγαν.

Ελευθερίου Σταμάτη, Κύριοι, πάτε για ύπνο, σελ.132-133


Στο βιβλίο των Πρακτικών της Ημερίδας Ειδικών Δυνάμεων με τον τίτλο "Οι Καταδρομείς κατά του Αττίλα", μπορείτε να διαβάσετε τις ανέκδοτες διηγήσεις των διοικητών-πολεμιστών εκείνης της περιόδου.

Όσοι ενδιαφέρεστε, μπορείτε να απευθυνθείτε στη Λέσχη Καταδρομέων και Ιερολοχιτών, με e mail, για συνεννόηση στην διάθεση του βιβλίου. 

Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Η περίπολος μάχης. Ελληνικές ιστορίες Πολέμου Κορέας




"...Δύο ώρες πριν από τον καθορισμένο χρόνο της εξόδου, όλοι οι άνδρες της περιπόλου βρίσκονται στο πόδι. Λευκές στολές για καμουφλάζ, δεμένες με σκοινιά οι περισκελίδες για να μην ακούγεται το σούρσιμό τους στην πορεία, κάλυψη με λινάτσες των μερών του οπλισμού που είναι δυνατόν να γυαλίσουν στο σκοτάδι... και μετά ... ο συνηθισμένος "χορός" των ανδρών, με μεγάλους σάλτους, για να εξακριβωθεί εάν κάτι απ' αυτά που φέρουν, είναι δυνατόν να προκαλέσει θόρυβο κατά την κίνηση.

Ύστερα απ' αυτό, η συνηθισμένη έρευνα στις τσέπες μήπως κάποιος ξέχασε μαζί του γράμματα ή άλλα αντικείμενα. Στην περίπτωση θανάτου ή αιχμαλωσίας ο εχθρός δεν θα πρέπει να βρει κανένα ίχνος πληροφορίας. Τέλος καθορίσθηκαν τα συνθηματικά. Ένα ξύσιμο στην εξάρτηση σημαίνει προχωρούμε, δύο σταματάμε κ.ο.κ.

Όλα αυτά τα σχολαστικά μέτρα, που αφορούν στην πρόληψη θορύβου, παίρνονται γιατί την νύχτα ο παραμικρός θόρυβος είναι εξαιρετικά επικίνδυνος. Απ' αυτόν κυρίως μπορεί να προδοθεί κανείς. Κατά την διάρκεια της νύχτας, οι αντίπαλοι χρησιμοποιούν περισσότερο τη ακοή και λιγότερο την όρασή τους.

Η ώρα πέρασε. Ήλθε το σκοτάδι να καλύψει προστατευτικά την κίνησή μας. Τώρα βαδίζουμε για το σημείο εξόδου και ανταλλάσσουμε σκέψεις με χαμηλές φωνές, ενώ δίνονται οι τελευταίες εξηγήσεις σε κάθε απορία που διατυπώνεται.

Έτσι φθάνουμε στην προωθημένη διμοιρία και ακολουθούμε το χαράκωμα σκυφτοί για να φθάσουμε στην προωθημένη ομάδα. Είναι το τελευταίο δικό μας τμήμα. Από και πέρα το έδαφος είναι ύποπτο. Ξαπλωμένοι με την κοιλιά πάνω στον πάγο, πήραμε ο καθένας την θέση του. Για αρκετή ώρα παραμείναμε έτσι, ενώ αφουγκραζόμαστε, παρατηρούσαμε και προσπαθούσαμε να προσαρμοσθούμε στο περιβάλλον. Όταν πια κατοπιστήκαμε αρκετά ακούστηκε το σύνθημα: Ένα ξύσιμο στη ζωστήρα που μόλις ακούστηκε.


Σιγά-σιγά οι σιλουέτες σηκώνονται και αρχίζουν τα βήματα. Μετρημένα ένα-ένα. Το πόδι πάει πρώτα ψηλά και πριν ακουμπήσει στον πάγο, διαγράφει ψαχουλευτά κύκλους πάνω απ' το έδαφος που πρόκειται να πατήσει. Κάποια παγίδα με σύρμα, κάποιος επικρουστήρας νάρκης, μπορεί να είναι εκεί κοντά σου. Αν τα πατήσεις θα γίνεις μονομιάς κομμάτια. Και το ένα πόδι πατά για να σηκωθεί το άλλο με τον ίδιο τρόπο, να ερευνήσει με τη σειρά του και έτσι να πραγματοποιηθεί τελικά ο διασκελισμός που θα σε φέρει μπροστά.

Η περίπολος προχωρεί, σταματά, αφουγκράζεται προσπαθεί να διακρίνει, ερμηνεύει θορύβους, βεβαιώνεται και πραγματοποιεί άλματα. Με αυτό τον τρόπο βαδίζουμε προς το στόχο μας. Ο παραμικρός θόρυβος σε βάζει σε υποψία, η ελάχιστη σκιά σε σταματά. Ακούς ξερόκλαδο που τρίζει από το βάρος του πάγου, βλέπεις μια κινούμενη σκιά που προέρχεται από την αντανάκλαση μιας παγωμένης ριπής από κόκκους πάγου, που μεταφέρει ο αέρας, κι ανησυχείς, ταράζεσαι. Σκέπτεσαι, πώς πάει η αποστολή, θα αποτύχει και θα γυρίσεις ενδεχομένως με νεκρούς και τραυματίες, αν κάποιος χάσει την ψυχραιμία του και πυροβολήσει αδικαιολόγητα, προδίνοντας τη θέση μας.

Και όσο περνάει η ώρα, τόσο το περιβάλλον γίνεται πιο γνωστό, μια και αποκαλύπτεις ένα-ένα τα μυστικά των ήχων και των σκιών που σε τάραζαν στην αρχή. Όλο και πιο εύκολα γίνεται τώρα η προχώρηση, πιο μεγάλα τα άλματα, η κίνηση πιο γρήγορη. Παρακολουθώ την τήρηση του σχηματισμού και βεβαιώνομαι ότι όλοι ακολουθούν.

Σε μια στιγμή παρατηρώ ότι ένας από αυτούς που βαδίζουν στο αριστερό, μένει πίσω. Η περίπολος σταματά. Οι άνδρες, παίρνουν θέσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, ξαπλωμένοι στον πάγο. Γνέφω του λοχία. Θέλω να καταλάβει ότι πρέπει να συρθεί ως την θέση που βρίσκεται ο αποκομμένος άνδρας για να δει τι συμβαίνει.

Φεύγει ο λοχίας έρποντας και γυρίζει σε λίγο για να αναφέρει ότι ο στρατιώτης είναι αδύνατον να μετακινηθεί. Είναι μπλεγμένος σε σύρμα παγιδεύσεως και υπάρχει φόβος στην παραμικρή κίνησή του να προκαλέσει έκρηξη νάρκης και τον διαμελισμό του. "Άλλο πάλι και τούτο!", σκέφτομαι.

Ειδοποιώ τον σκαπανέα, που έχει ειδικότητα στις νάρκες να έρθει κοντά μου. Περιμένοντας ψάχνω γύρω μου και αισθάνομαι στα χέρια μου ένα λεπτό νημάτιο. Είναι το γνωστό σύρμα παγιδεύσεως, κομμένο όμως. "Πέσαμε σε καταστραμμένο ναρκοπέδιο" συλλογιέμαι. Βλέπω τον σκαπανέα να με πλησιάζει και του εξηγώ ψιθυριστά την κατάσταση. Τον στέλνω να βοηθήσει τον συνάδελφό του. Είχαμε ήδη αρκετά καθυστερήσει. Η περίπολος συνέχισε την πορεία της.

Η κίνηση τελείωσε. Τώρα πιάνουμε θέσεις, στήνουμε την ενέδρα και περιμένουμε τον εχθρό. Πρέπει να μείνουμε ξαπλωμένοι, αμίλητοι και ακίνητοι πάνω στο παχύ στρώμα του πάγου μέχρι το πρωί. Η ώρα περνάει πολύ αργά. Η ακινησία και η παγωνιά μας περονιάζουν μέχρι τα κόκαλα. Τα πόδια μας γίνονται κολώνες, κομμάτια πάγου. Μουδιάζουν και πονούν σαν κάποιος να χώνει σφήνες στα κόκαλά μας.

Είναι ένας πόνος φοβερός, που χρειάζεται μεγάλο θάρρος να τον αντιμετωπίσεις, χωρίς να σου ξεφύγουν βογγητά, χωρίς να προδώσεις το μαρτύριό σου. Βλέπω κάποιον δίπλα μου να δαγκώνει την χλαίνη του με σπασμούς αγωνίας, χωρίς να μπορεί να τον βοηθήσει κανείς, χωρίς να επιτρέπεται να πει ούτε μια λέξη. Είναι το σιωπηλό μαρτύριο που νοιώθουμε όλοι μας και από δω και πέρα θα γίνει συνώνυμο κάθε εξόδου μας για παρόμοια αποστολή στο νεκρό παγωμένο έδαφος της Κορέας.

Ο ασυρματιστής πεσμένος δίπλα μου βρίσκεται σε διαρκή επαφή με τη διοίκηση του λόχου και αναφέρει κάθε λίγο, με την χρήση του διακόπτη, χωρίς να μιλάει. Κάποια στιγμή ακούγονται θόρυβοι από κλαδιά που σπάζουν και πατήματα, που πλησιάζουν τις θέσεις μας.

Οι καρδιές μας κτυπάνε δυνατά, τα μάτια στυλώνονται πετρωμένα στην κατεύθυνση εκείνη. Τα όπλα τεντώνουν μπροστά τις κάννες τους, κρατάμε την αναπνοή μας ακόμα. Είναι βέβαιο ότι κάποιοι έρχονται κατ' ευθείαν απάνω μας, χωρίς να πολυσκοτίζονται για τη σιγή ασφαλείας. Σε λίγο ξεχωρίζουμε, καθαρά πια, τις σιλουέτες που πλησιάζουν.

Οι άνδρες περιμένουν την διαταγή ν' ανοίξουν πυρ. Ξέρουν ότι αν δεν κάνει την αρχή ο αξιωματικός τους, δεν έχουν δικαίωμα να πυροβολήσουν. Περιμένω να πλησιάσουν οι σιλουέτες, να δώσουν ασφαλή στόχο στα όπλα μας, να τις "γαζώσουμε" χωρίς να ξεφύγει καμιά τους. Και η ομάδα του ...εχθρού πλησιάζει τώρα αργά-αργά, με προφύλαξη, ενώ ακούγεται το γρύλλισμα κάποιου αγριμιού που διακόπτει την ησυχία.

Όσο ελαττωνόταν η απόσταση, άρχιζα να βλέπω καλύτερα. Προσέχω καλά, τρίβω τα μάτια μου, μήπως γελιέμαι. Δεν αργώ να διαπιστώσω πως, αυτά που βλέπω, δεν είναι άνθρωποι, αλλά ένα κοπάδι αγρίμια που "κύριος οίδε", πώς ξέπεσε στη νεκρή ζώνη. Ήταν αρκούδες! ..."Βρε... μπράβο μας", σκέπτομαι. "Ούτε αρκούδες δεν μπόρεσαν από τόσο κοντά να μας αντιληφθούν. Τι πονηρό ζώο είναι ο άνθρωπος!"

Οι αρκούδες αφού πλησίασαν αρκετά, φαίνεται ότι μας μυρίστηκαν στο τέλος, γιατί άλλαξαν αμέσως πορεία. Τις κατάπιε το σκοτεινό παγωμένο δάσος....

Κάποια στιγμή όμως ξαφνιαζόμαστε από το κουδούνισμα που φαίνεται να προέρχεται από κονσερβοκούτι. Ήμουν αποφασισμένος να παραμείνω εκεί δα, μέχρι να ξημερώσει. Θα μπορούσε να ήταν πάλι κάποιο ζώο...

Σε μια στιγμή ο λοχίας βοηθός μου απλώνει το χέρι και με σπρώχνει ελαφρά. Προσέχω εμπρός και στη αρχή αμυδρά, ύστερα καθαρότερα, διακρίνω σιλουέτες μιας περιπόλου, που ερχόταν κατ' ευθεία επάνω μας. Σπρώχνουμε ο ένας το πόδι του άλλου, για να ειδοποιήσουμε όλους να έχουν το νου τους μπροστά. Δεν επρόκειτο για αρκούδες. Ήταν Κινέζοι. Οι σιλουέτες τους προχωρούσαν κατ' επάνω μας, με όλα τα μέτρα ασφαλείας, σε σχηματισμό περιπόλου.

Χωρίς το θόρυβο αυτό, αμφιβάλλω αν θα τους παρατηρούσαμε, ακόμα και αν στέκονταν όρθιοι. Φαίνεται ότι μετά το θόρυβο οι Κινέζοι είχαν σταματήσει αρκετή ώρα μήπως παρατηρήσουν καμιά αντίδραση και τώρα αποφάσισαν να κινηθούν.

Τη στιγμή που άρχισα να σκέπτομαι ότι ήλθε η ώρα να πατήσω τη σκανδάλη της αυτόματης καραμπίνας μου, ο στόχος εξαφανίστηκε. Η εχθρική περίπολος τελείωσε το άλμα της, ξάπλωσε και τώρα στήνει αυτί και παρατηρεί.

Οι στιγμές φαίνονται αιώνες. Η ανάσα μας κομμένη, τα μάτια στυλωμένα ίσια μπροστά. Με κυριεύει η αγωνία μήπως χάσει κανείς την ψυχραιμία του και πυροβολήσει πρόωρα. Κάποτε οι σιλουέτες ξαναδιαγράφονται κι αρχίζουν να προχωρούν. Η απόσταση μεταξύ τους ελαττώνεται. Μόνο που δεν προχωρούν πια καταπάνω μας. Κατευθύνονται λοξά, και κάπως αριστερά μας.

Δεν βρίσκονται ούτε δέκα μέτρα μακριά όταν αδειάζω τον γεμιστήρα της καραμπίνας επάνω τους σε θερισμό, ενώ οι άνδρες μου τους γαζώνουν με διασταυρούμενα πυρά. Μέσα στο πανδαιμόνιο των πυροβολισμών ακούγονται κραυγές και τα κορμιά μ' ένα ξαφνικό σπασμό θανάτου πέφτουν με γδούπο στο σκληρό στρώμα του πάγου.

Αυτό είναι όλο. Η Κινεζική περίπολος εξοντώθηκε.."




Είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Κορέα. Αποστολή 13η" του Γ. Δ. Βακαλόπουλου που εκδόθηκε το 1974 και περιήλθε στα χέρια μου. Είναι οι εντυπώσεις ενός πολεμιστή, από τον "ξεχασμένο" πια πόλεμο της Κορέας όπου συμμετείχε και η χώρα μας με ένα Τάγμα. Είναι εικόνες από τη ζωή των Ελλήνων πολεμιστών στη πρώτη γραμμή του μετώπου.



Διάλεξα αυτό το απόσπασμα να σας παρουσιάσω, γιατί αποτελεί σπάνια αναφορά στην τεχνική και τακτική περιπόλων που ακολούθησαν οι Έλληνες μαχητές στην μακρινή Κορέα. Το βιβλίο δεν ξέρω αν κυκλοφορεί πια, γιατί δεν είναι κάποιου συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου. Είναι όμως φανταστικό.

Ο συγγραφέας με απλή και γλαφυρή γλώσσα περιγράφει περιπολιακές δραστηριότητες και μάχες που έδωσαν οι Έλληνες μαχητές, με αποκορύφωμα τον αμυντικό αγώνα στο ύψωμα "Χάρι" ή "Χάρο" όπως το ονόμασαν οι Έλληνες, λόγω των λυσσαλέων μαχών που δόθηκαν εκεί. 


Ανιχνευτής