ΣΕΛΙΔΕΣ

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Η απελευθέρωση της Νισύρου από τον Ιερό Λόχο (11-12 Φεβρουαρίου 1945)




Γράφει ο ιστορικός Δρ Ν. Νικολούδης*

Στις αρχές του 1945 η ήττα του Γ΄ Ράιχ εθεωρείτο πλέον δεδομένη από όλους τους εμπολέμους. Παρά ταύτα, σε αρκετά νησιά του Αιγαίου εξακολουθούσαν να παραμένουν γερμανικές μονάδες η αποχώρηση των οποίων καθίστατο όλο και πιο αβέβαιη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ι.Κ. Μανέτας, «ο βραδύς ρυθμός με τον οποίον διεξήγετο μέχρι των αρχών Οκτωβρίου [1944] η εκκένωσις της Ελλάδος υπό των γερμανικών δυνάμεων είχεν ως αποτέλεσμα ώστε κατά την απελευθέρωσιν των Αθηνών – 12 Οκτωβρίου 1944 - να κατέχωνται ακόμη υπό του εχθρού οκτώ εκ των νήσων της Δωδεκανήσου, η Κρήτη, η Μήλος, η Λήμνος, η Θάσος και η Σαμοθράκη. Διεφαίνετο ως εκ τούτου ότι πολλαί γερμανικαί φρουραί των νήσων του Αιγαίου θα απεκόπτοντο εκ των υπολοίπων γερμανικών δυνάμεων αι οποίαι υπεχώρουν εξ Ελλάδος προς τα βορειοδυτικά. Η αποκοπή αυτή ανησυχούσε πολύ την διοίκησιν του Ιερού Λόχου και τους Βρετανούς αρμοδίους, διότι η κατάστασις κατοχής θα παρετείνετο μέχρι της συνθηκολογήσεως της Γερμανίας, η πραγματοποίησις της οποίας εφαίνετο προσεγγίζουσα μεν αλλά πολύ βραδέως. Εάν αι αποκοπτώμεναι αυταί δυνάμεις παρέμενον ανενόχλητοι, θα επεδίδοντο εις την πειρατείαν με στόχον τας ελευθέρας νήσους του Αιγαίου… Ως εκ τούτου η διοίκησις της βρετανικής “Δυνάμεως 142” και του Ιερού Λόχου απεφάσισαν όπως δια συνεχών παρενοχλήσεων και αποβατικών καταδρομών διακόπτουν την άνετον παραμονήν των Γερμανών επί των κατεχομένων υπ’ αυτών νήσων, με τελικόν σκοπόν την προοδευτικήν εκκαθάρισιν της περιοχής του Αιγαίου εκ των υπολειμμάτων του αντιπάλου»[1]

Μετά την απόβαση στη Νορμανδία (6 Ιουνίου 1944) και τη μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους των αγγλοαμερικανικών δυνάμεων στη Γαλλία (και δευτερευόντως στην Ιταλία), στα τέλη του 1944 στον χώρο του Αιγαίου απέμεναν ως κύριες συμμαχικές μονάδες υπό τη διοίκηση του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής η «Δύναμη 142» (που περιλάμβανε τα κατάλοιπα των βρετανικών ειδικών δυνάμεων στο Αιγαίο και τον Ιερό Λόχο) και η «Δύναμη 281» (ουσιαστικά δηλαδή η 5η Ινδική Ταξιαρχία)[2]

Θέση της Νισύρου (με κόκκινο) μέσα στα Δωδεκάνησα (Πηγή)

Αυτές επρόκειτο να αναλάβουν το κύριο βάρος των επιχειρήσεων παρενόχλησης των γερμανικών φρουρών προκειμένου να τις αποτρέψουν από τη λαφυραγώγηση των νησιών και να τις εξαναγκάσουν να παραδοθούν (ταυτόχρονα όμως έπρεπε να αποφεύγονται οι κατά το δυνατόν άσκοπες συμμαχικές απώλειες). Ως έδρα των καταδρομικών επιχειρήσεων ορίστηκε η Σύμη, η οποία είχε απελευθερωθεί μετά από συντονισμένη ελληνοβρετανική επιχείρηση στις 15 Ιουλίου 1944[3]. Εκεί εγκαταστάθηκε το «Απόσπασμα Αιγαίου» του Ιερού Λόχου, το οποίο από τις 31 Δεκεμβρίου 1944 αποτελείτο από το 2ο Καταδρομικό Τμήμα της Α΄ Μοίρας, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Τρύφωνα Τριανταφυλλάκο[4]. Το Τμήμα αυτό ενισχύθηκε τις επόμενες εβδομάδες από 31 Ιερολοχίτες και μία διμοιρία της Β΄ Μοίρας υπό τον υπολοχαγό Απ. Ζαλαχώρη.



Η απόφαση για την καταδρομή

Την περίοδο 3-6 Φεβρουαρίου το αρχηγείο της Σύμης έστειλε αναγνωριστικές περιπόλους Ιερολοχιτών στην Τήλο, τη Χάλκη και τη Νίσυρο. Στις 11 Φεβρουαρίου η περίπολος της Νισύρου ανέφερε με επείγον σήμα ότι στο χωριό Πάλοι, στη βόρεια πλευρά του νησιού, είχαν αποβιβαστεί περίπου 30-38 Γερμανοί με πρόθεση τη συγκέντρωση τροφίμων, των οποίων όμως το πλοιάριο είχε βυθιστεί από βρετανικό αεροπλάνο. Επίσης, άλλοι 40 Γερμανοί είχαν γίνει αντιληπτοί στο χωριό Μανδράκι, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού. 

Οι πληροφορίες αυτές προκάλεσαν ανησυχία, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η αποστολή ενός αποσπάσματος προκειμένου να εκκαθαριστεί το νησί από την εχθρική παρουσία. Στο απόσπασμα αυτό (που τελούσε υπό τη γενική διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Τριανταφυλλάκου) συμμετείχαν 110 άνδρες του Ιερού Λόχου υπό τους υπολοχαγούς Χατζηευαγγέλου και Ζαλαχώρη, ενώ το συγκροτούσαν δύο διμοιρίες καταδρομέων υποστηριζόμενες από μια διμοιρία πολυβόλων, ομάδα όλμων και τμήμα διαβιβαστών. Στην αποστολή συμμετείχαν επίσης τέσσερεις Βρετανοί. Σε περίπτωση κατά την οποία οι αποβατικές δυνάμεις θα αντιμετώπιζαν ισχυρή αντίσταση, προβλεπόταν η ενίσχυσή τους με έναν λόχο της ινδικής ταξιαρχίας υπό τον διοικητή της, ο οποίος και θα αναλάμβανε τη γενική διεύθυνση της επιχείρησης[5]

Σε αυτό τη σημείο αξίζει να επισημανθεί ότι η Νίσυρος είχε προσελκύσει και παλαιότερα το συμμαχικό ενδιαφέρον. Δύο περίπολοι της SBS είχαν σταθμεύσει στο νησί στις αρχές του 1944 και στις 6 Απριλίου του ίδιου έτους, αντίστοιχα. Σκοπός της τετραμελούς δεύτερης περιπόλου ήταν ο ακριβής εντοπισμός των παράκτιων οχυρώσεων των Γερμανών και η αιχμαλωσία κάποιου στρατιώτη προκειμένου να ανακριθεί. Ο δεύτερος στόχος όμως δεν επιτεύχθηκε, καθώς το κρησφύγετο των Βρετανών εντοπίστηκε νωρίς το επόμενο πρωί και η περίπολος αναγκάστηκε να αποχωρήσει εσπευσμένα[6]


Νήσος Νίσυρος (Δορυφορική εικόνα Google)

Το απόσπασμα του Ιερού Λόχου επιβιβάστηκε σε ένα αποβατικό σκάφος και αναχώρησε από τη Σύμη στις 1.30 το μεσημέρι της 11ης Φεβρουαρίου συνοδευόμενο από τον Νισύριο ιδιώτη Κοντοβέρο που γνώριζε τη διαμόρφωση του νησιού. Καθ’ οδόν οι επικεφαλής του αποσπάσματος πραγματοποίησαν ορισμένες αλλαγές στο σχέδιο της καταδρομής για να ενισχύσουν τις πιθανότητες επιτυχίας της. Αποφάσισαν δηλαδή να αποβιβαστούν τις βραδινές αντί για τις απογευματινές ώρες, αφενός μεν επειδή ούτως ή άλλως δεν θα είχαν επαρκή χρόνο για να πραγματοποιήσουν αναγνώριση του χώρου, αφετέρου δε για να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς. Παράλληλα αποφάσισαν να μην αποβιβαστούν στο Μανδράκι, λόγω της εκεί παρουσίας Γερμανών, αλλά βόρεια του ακρωτηρίου Κατσούνι (που βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού), με πρόθεση να κατευθυνθούν στη συνέχεια στο ημιορεινό χωριό Εμπορειός, στο εσωτερικό, απ’ όπου θα μπορούσαν να κατοπτεύσουν τις κινήσεις των Γερμανών και να λάβουν πληροφορίες γι’ αυτούς από τους κατοίκους. Προτού οριστικοποιήσουν το νέο σχέδιο ενημέρωσαν το αρχηγείο της «Δύναμης 142» για να το γνωστοποιήσει με τη σειρά του σε ένα βρετανικό αντιτορπιλλικό που περιπολούσε ανοικτά της Νισύρου[7]

Η μάχη στον Εμπορειό

Πράγματι, η απόβαση άρχισε στις 8.00 το βράδυ και, υπό την κάλυψη της διμοιρίας του υπολοχαγού Χατζηευαγγέλου, οι πρώτοι κατάφορτοι Ιερολοχίτες κατευθύνθηκαν προς τον Εμπορείο στις 9.30, αφού προηγουμένως άφησαν τα τρόφιμα και τα περισσότερα πυρομαχικά που μετέφεραν στην παραλία, υπό τη φύλαξη του υπολοχαγού Ψωμόπουλου και δύο οπλιτών. Μετά από δύσκολη πορεία σε αμμώδες ανηφορικό έδαφος, στάθμευσαν στις 2.30 της 12ης Φεβρουαρίου σε απόσταση περίπου 500 μέτρων νοτιοανατολικά του χωριού. Εκεί η αναγνωριστική περίπολος υπό τον υπολοχαγό Γ. Καραγιάννη πληροφορήθηκε από τη σύζυγο του καφετζή ότι στο καφενείο του χωριού διανυκτέρευε μια ομάδα περίπου είκοσι Γερμανών που παρέμεναν άγρυπνοι για τον φόβο ενδεχόμενου αιφνιδιασμού τους από νυκτερινή επίθεση. Γερμανοί βρίσκονταν και στους Πάλους, όπως και το Μανδράκι, αλλά ο ακριβής αριθμός τους ήταν άγνωστος Με βάση λοιπόν τα νέα δεδομένα αποφασίστηκε να εκκαθαριστεί πρώτα ο Εμπορειός και στη συνέχεια να πραγματοποιηθούν επιθέσεις στους Πάλους και το Μανδράκι. Έως τις 4.00 το πρωί είχαν προωθηθεί στις θέσεις τους οι ομάδες εφόδου, η βάση πυρός και οι εφεδρείες, ενώ η διμοιρία κρούσης υπό τον υπολοχαγό Χατζηευαγγέλου προσέγγιζε το καφενείο. Την προετοιμασία της επίθεσης περιγράφει παραστατικά ο δημοσιογράφος Γ. Ρούσσος στην 7η συνέχεια του αφηγήματός του για την ιστορία του Ιερού Λόχου, υπό τον τίτλο «Ταξιαρχία Καταδρομών», που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Εμπρός αμέσως μετά τη λήξη του Πολέμου:

«Η ομάδα κρούσεως – εικοσιτέσσερις τον αριθμό γιατί οι άλλοι δεκάξι θα σταθούν μακρύτερα – καταστρώνει και τις τελευταίες λεπτομέρειες και ξεκινά. Από το σπίτι του καφετζή έως το καφενείο η απόστασις είναι 80-90 μέτρα. Έ, λοιπόν, για να φθάσουν έως εκεί κάνουν τρία τέταρτα ακριβώς. Βγάζουν τα παπούτσια τους και βαδίζουνε ξυπόλητοι. Κάθε βήμα στέκονται και αφουγκράζονται. Πρέπει να φθάσουν στα δέκα μέτρα από τον καφενέ χωρίς να ακουσθεί ούτε ένα κιχ γιατί […] το παν στα εγχειρήματα των κομάντος είναι ο αιφνιδιασμός. Ύστερα από λίγα μέτρα πηδούν μες στα χωράφια οι πολυβολητές και φεύγουν δεξιά κι αριστερά. Θα πάνε να πιάσουν άλλες θέσεις, όπου θα στήσουνε τα πολυβόλα τους. Από κει, από τρία διάφορα σημεία, θα υποστηρίξουνε την έφοδο της κυρίως ομάδος κρούσεως. Αυτοί που απομένουν, δεκαπέντε όλοι κι όλοι, αποτελούνε ακριβώς την ομάδα εφόδου που στους ώμους της θα πέσει όλο το βάρος. Επικεφαλής της είναι ο υπολοχαγός Χατζηευαγγέλου, ένα παλληκάρι από τα καλύτερα του Λόχου, στρατιώτης που τον έκλαψαν πολύ»

Ο Μανέτας διευκρινίζει περισσότερο τη διάταξη μάχης του αποσπάσματος του Ιερού Λόχου:

«Ως βάσις πυρός εχρησιμοποιήθη ανά μία ομάς πολυβόλων και όλμων, με αποστολήν την απαγόρευσιν της βορείας και βορειοδυτικής εξόδου του χωρίου. Έν εισέτι οπλοπολυβόλον και ένας όλμος 2΄΄, από της κατευθύνσεως της οδού Εμπορειό-Νικιά. Εις μίαν ομάδα της διμοιρίας Ζαλαχώρη ανετέθη η αποστολή της απαγορεύσεως εξόδου των Γερμανών εκ του χωρίου κατά την επίθεσιν και την ενδεχομένην ενίσχυσιν τούτων εκ Πάλου [sic]. Η υπόλοιπος δύναμις παρέμεινεν ως εφεδρεία του αποσπάσματος. Ο Σταθμός Διοικήσεως εγκατεστάθη επί της αυτής τοποθεσίας και την 04.00 ώ. η επιθετική δύναμις των τμημάτων είχε περατωθεί. Η έφοδος ήρχισε την 06.00 ώ. με ταυτόχρονα πυρά βάσεως προς τας εξόδους του χωρίου»[8]

Σύμφωνα με την περιγραφή του Ρούσσου, βασισμένη στην προφορική κατάθεση ενός ανθυπολοχαγού του αποσπάσματος που διενήργησε την επίθεση, λίγο πριν την έναρξη των εχθροπραξιών οι Ιερολοχίτες έγιναν αντιληπτοί από δύο γυναίκες που βγήκαν από τα σπίτια τους για να τους προϋπαντήσουν και με δυσκολία πείστηκαν να παραμείνουν σιωπηλές για να μην προδώσουν το εγχείρημα από τον ενθουσιασμό τους[9]!

Οι Ιερολοχίτες της δύναμης κρούσης κατόρθωσαν να προσεγγίσουν το καφενείο χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Παρά την αιφνιδιαστική τους επίθεση όμως συνάντησαν σκληρή αντίσταση. Τη λύση ανέλαβε τότε να δώσει μια μικρή ομάδα πέντε ανδρών: τριών υπαξιωματικών, ενός ανθυπολοχαγού και του υπολοχαγού Χατζηευαγγέλου, που κατόρθωσαν να καλυφθούν στον εξωτερικό τοίχο. Από εκεί οι δύο αξιωματικοί σύρθηκαν προσεκτικά έως τις δύο πλευρές της εισόδου του καφενείου. Τη συνέχεια περιγράφει παραστατικά ο Ρούσσος: 

«Για λίγα δευτερόλεπτα οι δύο αξιωματικοί μένουνε κολλημένοι πάνω στον τοίχο, δεξιά κι αριστερά από την πόρτα, με τα νώτα προς τον εχθρό και με μέτωπο προς τους συναδέλφους των. Τα πολυβόλα των Ιερολοχιτών εντείνουν το μπαράζ […] Ξάφνου σε ένα νεύμα του Χατζηευαγγέλου βουβαίνονται απότομα τα πολυβόλα των Ιερολοχιτών. Κι ευθύς οι δύο αξιωματικοί κάνουν μια στροφή, ένα σάλτο – δεξιά ο ένας και αριστερά ο άλλος – και ορμούν μέσα στον καφενέ. Δεν στέκονται μπροστά στην πόρτα αλλά με την ίδια ευλυγισία κάνουν δεύτερο πήδημα δεξιά ο ένας και αριστερά ο άλλος για να μπερδέψουνε τους Γερμανούς. Στο μεταξύ αυτό από τα πολυβόλα τους έχουνε φύγει αμέτρητα βλήματα. Κάμποσοι από τους Γερμανούς, λαβωμένοι κυλιούνται κατά γης ουρλιάζοντας. Άλλοι έχουνε χτυπηθεί καίρια και επέσανε χωρίς να βγάλουνε ούτε μιλιά. Οι υπόλοιποι τα έχουν χάσει. Σαν να βρίσκονται σε αμηχανία φρικτή. 

-Έντε χοχ (ψηλά τα χέρια), φωνάζουν άγρια οι δύο αξιωματικοί. 

Μέσα στο μισόθαμπο διακρίνονται μερικά χέρια που πράγματι υψώνονται πειθήνια. Βέβαια όλα αυτά μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο. 

-Έντε χοχ, ξαναφωνάζουν πιο αγριεμένοι ο Χατζηευαγγέλου και ο συνάδελφός του. 

-Γιαβόλ, γιαβόλ, ακούονται πνιχτές φωνές. 

Ένας όμως, ένα σκυλί μονάχο, ρίχνει μια ριπή πάνω στον Χατζηευαγγέλου. Το άμοιρο παλληκάρι πέφτει σαν θερισμένο στάχυ, ενώ την ίδια στιγμή πέφτει και ο φονιάς του γαζωμένος από ριπή του ανθυπολοχαγού»[10]

Μολονότι η συμπλοκή διήρκεσε ακόμη μερικά δευτερόλεπτα, οι επιζώντες Γερμανοί δεν άργησαν να παραδοθούν. Συνολικά, η σύγκρουση διήρκεσε μόλις 15 λεπτά, με απώλειες για τους Γερμανούς επτά νεκρούς (έναν αξιωματικό και έξι οπλίτες), οκτώ τραυματίες οπλίτες και 20 αιχμαλώτους (από τους οποίους ο ένας ήταν αξιωματικός). Ορισμένοι Γερμανοί που κατάφεραν αρχικά να διαφύγουν από τον Εμπορειό συνελήφθησαν αργότερα από την εφεδρική ομάδα που τους καταδίωξε, ενώ τρεις που απομακρύνθηκαν από τους Πάλους το ίδιο βράδυ με μια βάρκα αιχμαλωτίστηκαν από ένα αποβατικό σκάφος LCI. 

Περίπου δύο ώρες μετά την εκκαθάριση του Εμπορειού, στις 8.00 το πρωί, το τμήμα που διενήργησε την επίθεση κατέλαβε αμυντικές θέσεις στις πλαγιές βόρεια του χωριού έως ότι αποσαφηνιστεί εντελώς η κατάσταση. Παράλληλα, η διμοιρία Ζαλαχώρη πραγματοποίησε αναγνώριση στην περιοχή των Πάλων χάρη στην οποία αποκαλύφθηκε ότι εκεί δεν υπήρχαν Γερμανοί. Την ίδια πληροφορία έδωσαν και προκειμένου για το Μανδράκι κάτοικοί του που έσπευσαν να συναντήσουν τους Ιερολοχίτες. Έτσι, το σύνολο της αποβατικής δύναμης και των αιχμαλώτων κατευθύνθηκε στους Πάλους, απ’ όπου ειδοποιήθηκε το βρετανικό αντιτορπιλλικό που περιπολούσε ανοικτά του νησιού να παραλάβει τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους. Παράλληλα, τα εφόδια και τα πυρομαχικά της αποστολής που είχαν αφεθεί στην παραλία μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό. 

Στις 2.30 το μεσημέρι της 12ης Φεβρουαρίου το απόσπασμα του Ιερού Λόχου αναχώρησε από τη Νίσυρο με το αποβατικό σκάφος LCI 264. Στο νησί παρέμεινε η παλιά περίπολος ενισχυμένη με δύο ακόμη Ιερολοχίτες οπλισμένους με ένα οπλοπολυβόλο στους οποίους ανατέθηκε η αποστολή της αναζήτησης και σύλληψης τυχόν διαφυγόντων Γερμανών. Παράλληλα, πέντε γερμανικά τυφέκια παραδόθηκαν σε ισάριθμους Νισύριους που συνεργάζονταν με τους Ιερολοχίτες[11]

Ο ηρωικός υπολοχαγός Χατζηευαγγέλου

Η επιτυχία της καταδρομικής επιχείρησης του Ιερού Λόχου είχε ως αποτέλεσμα την προσθήκη της Νισύρου στα απελευθερωμένα νησιά του Αιγαίου. Μέχρι το τέλος του Πολέμου, τρεις μήνες αργότερα, κανένας Γερμανός δεν επανεμφανίστηκε στο νησί. Για τον Ιερό Λόχο όμως το τίμημα ήταν βαρύ. Παρότι εκ πρώτης όψεως ο θάνατος ενός αξιωματικού και ο ελαφρύς τραυματισμός ενός άλλου (του ανθυπολοχαγού Μπουρδάκου) δεν μπορούν να συγκριθούν με τις απώλειες των Γερμανών, ο υπολοχαγός Χατζηευαγγέλου είχε διακριθεί ως ένας από τους πιο ενθουσιώδεις και ικανούς νεώτερους αξιωματικούς του Ιερού Λόχου, γεγονός που επιβεβαιώνεται από όλες τις σύγχρονες με τα γεγονότα μαρτυρίες. 

Σύμφωνα με τον Μανέτα, «ο απολογισμός εκ της μάχης καίτοι καρποφόρος έναντι του εχθρού, ήτο πολύ σκληρός δια τους Ιερολοχίτας, διότι εφονεύθη ένας λαμπρός πολεμιστής και άριστος αξιωματικός, ο υπολοχαγός Χατζηευαγγέλου Ευάγγελος ηγούμενος των ανδρών της διμοιρίας του, ως πάντοτε κατά την έφοδον»[12]

Ο τότε υπολοχαγός Ευστράτιος Βαβαρούτσος, που ανέλαβε τη διοίκηση της διμοιρίας εφόδου μετά τον θάνατο του Χατζηευαγγέλου, τον χαρακτήρισε «έναν πολύ καλό αξιωματικό, της τάξεως του ’37»[13]. Πιο αναλυτικός από όλους, ο Ρούσσος κάνοντας έναν απολογισμό της μάχης σχολιάζει τον θάνατό του με τα παρακάτω λόγια:

«Από τους δικούς μας σκοτωμένος μόνο ο Χατζηευαγγέλου. Αλλά στέκει εδώ η λέξη “μόνο” την οποία φέρνει στα χείλη αυτομάτως η σύγκρισις με τις απώλειες των Γερμανών; Ο θάνατος του υπολοχαγού αυτού ήτανε μια απώλεια αληθινά τόσο μεγάλη για την πατρίδα και για τον Ιερό Λόχο όσο ήταν και για την χαροκαμμένη μάνα του»[14]

Αλλού προσθέτει τα εξής:

«Θυμάμαι ένα μνημόσυνο που του έκαναν στη Χίο προ δύο μηνών. Απ’ το στασίδι όπου είχα τρυπώσει κοίταζα τους Ιερολοχίτες που είχανε γεμίσει την εκκλησία, αμίλητοι βάρυθμοι. Τους κοίταζα στα μάτια όταν ο ταγματάρχης τους, στητός, μπροστά στο κενοτάφιο, μιλούσε για το παλληκάρι κι αγωνίζονταν να συγκρατήσει κάποια υποψία λυγμού που ετρεμόπαιζε μες στη φωνή, μια φωνή τραχειά, συνηθισμένη σε κοφτά πολεμικά παραγγέλματα. Και είδα τα βλέμματα όλων εκείνων των πολεμιστών που είχανε δει πολλές φορές τον Χάρο και στο Αιγαίο και στην Τύνιδα και στην σκληρή έρημο και στην Αλβανία και στο Ρούπελ και στη Μικρασία μερικοί, τα είδα να υγραίνονται από συγκίνηση. 

-Δεν ξέρεις – μου είπε κάποιος - τι λεβέντης ήτανε ο υπολοχαγός αυτός. Κι ατρόμητος κι όσο παίρνει πιο καταρτισμένος αξιωματικός. Θα γίνονταν ένας από τους λίγους ηγήτορας στρατού. Και με τι κέφι έκανε τον πόλεμο. Έπεφτε σαν αφηνιασμένος μες στα όλα, λες και δεν υπήρχε γι’ αυτόν φόβος, δισταγμός. Όσο τον κοίταζα τόσο μου καρφωνότανε στο νου η αλλόκοτη ιδέα ότι θα ήταν λιγοστές οι μέρες του. Στο μέτωπό του, στη μορφή του, ήταν γραμμένος, ενόμιζες, γρήγορος χαμός του. Ύστερα από κάθε εγχείρημα λέγαμε μερικοί: “Την γλύτωσε και τούτη τη φορά ο Χατζηευαγγέλου”. 

Τέτοιος ήταν ο νέος που έβαψε με το αίμα του το χώμα της Νισύρου τη νύχτα εκείνη τη γεμάτη δόξα και πόλεμο»[15].

Ο Νίκος Νικολούδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών το 1979 με έπαινο στην Ιστορία. Φοίτησε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1979-84) και έλαβε διδακτορικό δίπλωμα στην Ιστορία από το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (King's College) τo 1992.


Παραπομπές


[1] Ι.Κ. Μανέτας, Ιερός Λόχος, 1942-1945, εκδ. Λογοθέτης, Αθήνα 1996, σελ. 195-6. 
[2] Μανέτας, σελ. 214, (συλλογικό), Ο Ελληνικός Στρατός στη Μέση Ανατολή (1941-1945) (Ελ Αλαμέιν-Ρίμιν-Αιγαίο), Έκδοση ΔΙΣ/ΓΕΣ, Αθήνα 1995 (στο εξής: ΔΙΣ), σελ. 189, Γ. Αραμπατζής, Από τον Ιερό Λόχο στους θρυλικούς ΛΟΚ. Η πολεμική δράση των Ελλήνων καταδρομέων (1942-1974), Εκδόσεις Δούρειος Ίππος, Αθήνα 2013, σελ. 59. 
[3] Για την απελευθέρωση της Σύμης (Operation Tenement – «Επιχείρηση κατοικία») βλ. Μανέτα, σελ. 156-63, ΔΙΣ, σελ. 192-95. 
[4] Μανέτας, σελ. 215, ΔΙΣ, σελ. 189, Δημ. Κατσικώστας, Ο Ελληνικός Στρατός στην εξορία, 1941-1944, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 205, σελ. 323. 
[5] Μανέτας, σελ. 216, ΔΙΣ, σελ. 253, Αραμπατζής, σελ. 86. 
[6] Gavin Mortimer, The SBS in World War II, Osprey Publishing, σελ. 163-4. 
[7] Μανέτας, σελ. 216-7, ΔΙΣ, σελ. 253. 
[8] Μανέτας, σελ. 217-8. 
[9] Βλ. την 8η συνέχεια του αφηγήματος «Ταξιαρχία Καταδρομών», στην εφημ. Εμπρός. 
[10] Βλ. σχετικά την 9η συνέχεια του αφηγήματος «Ταξιαρχία Καταδρομών», στην εφημ. Εμπρός. 
[11] Για τη διεξαγωγή της μάχης και την κατάληξη της επιχείρησης στη Νίσυρο βλ. Μανέτα, σελ. 218, ΔΙΣ, σελ. 253-5, Αραμπατζή, σελ. 86, Ρούσσο, 10η συνέχεια του αφηγήματος «Ταξιαρχία Καταδρομών», στην εφημ. Εμπρός. 
[12] Μανέτας, στο ίδιο. 
[13] Συνέντευξή του στον γράφοντα, στις 6 Μαρτίου 2013. 
[14] Βλ. τη 10η συνέχεια του αφηγήματος «Ταξιαρχία Καταδρομών», στην εφημ. Εμπρός. 
[15] Βλ. την 7η συνέχεια του αφηγήματος «Ταξιαρχία Καταδρομών», στην εφημ. Εμπρός.

Βιβλιογραφία

-(Συλλογικό), Ο Ελληνικός Στρατός στη Μέση Ανατολή (1941-1945) (Ελ Αλαμέιν-Ρίμιν-Αιγαίο), Έκδοση ΔΙΣ/ΓΕΣ, Αθήνα 1995. 

-Αραμπατζής Γεώργιος, Από τον Ιερό Λόχο στους θρυλικούς ΛΟΚ. Η πολεμική δράση των Ελλήνων καταδρομέων (1942-1974), Εκδόσεις Δούρειος Ίππος, Αθήνα 2013. 

-Κατσικώστας Δημήτρης, Ο Ελληνικός Στρατός στην εξορία, 1941-1944, Εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 2015. 

-Μανέτας Ιωάννης, Ιερός Λοχος, 1942-1945, Εκδόσεις Λογοθέτης, Αθήνα 1996. 

-Ρούσσος Γεώργιος. «Ταξιαρχία καταδρομών», ιστορικό αφήγημα δημοσιευμένο σε συνέχειες στην εφημερίδα Εμπρός (13 Μαϊου 1945 και εξής). 

-Συνέντευξη του Ιερολοχίτη Ευστρατίου Βαβαρούτσου στον Νίκο Νικολούδη (6 Μαρτίου 2013).



1 σχόλιο:

  1. Ενα πραγματικο παλληκαρι ο Υπολοχαγος Χατζηευαγγελου ας ειναι αιωνια η μνημη του

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Γράψτε το σχόλιό σας, στα πλαίσια της ευγένειας και της ευπρέπειας.