ΣΕΛΙΔΕΣ

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Πολεμικές ιστορίες του '21

Η άλωση της Μονεμβασιάς. Ιούλιος του 1821. Μια αποβατική ενέργεια εκείνης της εποχής, όπως απεικονίζεται σε Λιθογραφία του Peter von Hess, Μόναχο, 1852. (Πηγή)


Γιορτάζουμε μια ακόμη επέτειο της 25ης Μαρτίου του 1821. Πολύ παλιά ιστορία! Τόσο παλιά, που αν ρωτήσεις νέα παιδιά, ίσως να μην ...μπορούν να πουν τι έγινε! Μη σας φαίνεται παράξενο! Υπάρχουν άτομα που δεν ξέρουν τι και γιατί έγινε, μπερδεύοντας μέσα και την "28η Οκτωβρίου του 1940"!!

Αφήστε και τις διαστρεβλώσεις που εμφανίζονται τελευταία. Πολύ λυπηρό φαινόμενο της εποχής μας.

Δεν θα κάνω εξιστόρηση εκείνης της περιόδου που έχει ήδη γίνει από παρά πολλούς εκλεκτούς ιστορικούς. Μέσα από τ' απομνημονεύματα παλιών αγωνιστών όμως, μπορεί να διαβάσει κάποιος τακτικές και νυκτερινά καταδρομικά εγχειρήματα. Δεν εμβαθύνουν με λεπτομέρεια, γιατί είτε τα θεωρούν συνηθισμένα τεχνάσματα της στρατιωτικής τέχνης εκείνης της περιόδου, είτε γιατί το μυαλό τους πήγαινε σε άλλα που τα θεωρούσαν πιο σημαντικά γεγονότα.

Για να τιμήσω τη μνήμη τους, παραθέτω μερικά αυτούσια, όπως τα περιγράφουν με τη δική τους γλώσσα, ξεκινώντας από τον στρατηγό Μακρυγιάννη.

Αναφέρει ο ηρωικός πατριώτης στρατηγός μέσ στ' Απομνημονεύματά του, ένα περιστατικό ατυχούς νυκτερινής διείσδυσης:

  "...Σηκωθήκαμεν καμμιὰ τρακοσιαριὰ ἀπ᾿ οὕλους τους καπεταναίους (ἔδωσαν ἀναλόγως ὁ Γῶγος ἔδωσε ἐμένα μὲ καμμιὰ τριανταριά) κι᾿ ὁ Καραϊσκάκης κεφαλή μας ὀλωνῶν, καὶ πήγαμε διὰ τὸ Νιοχώρι καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ χωριὰ νὰ χτυπήσωμεν τοὺς Τούρκους καὶ νὰ πάρωμεν τοὺς κατοίκους ῾στὴν ἐξουσία μας καὶ ζαϊρέδες, ὅτι δὲν εἴχαμεν. 

Ἡ κακή μας τύχη, τὸ ποτάμι εἶχε πολὺ νερό, ἦταν τὰ πρωτοβρόχια, ἔβαλαν ἐμένα μ᾿ ὀλίγους, ὁποῦ ῾ξερα τὸν τόπον, νὰ περάσω, νὰ ἰδοῦνε καὶ οἱ ἄλλοι. Γυμνωθήκαμεν, βάλαμεν εἰς τὸ νῶμο μας τὰ σκουτιά μας κι᾿ ἅρματά μας καὶ μπροστὰ ἐγὼ καὶ κοντὰ ὅσους εἶχα μὲ κίντυνο τῆς ζωῆς μας, καὶ νύχτα, κακοπεράσαμεν. Ἀφοῦ εἶδαν ὁποῦ περάσαμεν ἐμεῖς, ἄρχισε νὰ ῾μπῃ ὁ Καραϊσκάκης μὲ τοὺς ἄλλους. 

Πέρναγε ἕνας μ᾿ ἕνα ἄλογον καβάλλα, τὸν ἔλεγαν Γιωργάκη, γουρούνι ἀπελέκητο ἦταν, ἔπεσε ῾σ ἕνα βόθηλα ῾στὴν ἄκρη, ἦταν γλίνα καὶ βούλιαξε μὲ τ᾿ ἄλογόν του. Ἔβαλε τὶς φωνές: «Χαθήκαμεν!» Ἄκουσε τ᾿ ἀσκέρι αὐτὸν τὸν λόγον, ὁποῦ ῾ταν ῾στὴν μέση ῾στὸ ποτάμι, κιότεψαν ὅλοι καὶ γύρισαν ὀπίσω καὶ κόντεψαν νὰ πνιγοῦν. Τότε ἐμεῖς μείναμεν μόνοι μας ἀπὸ πέρα. Μᾶς ἔννοιωσαν οἱ Τοῦρκοι, πιάσαμεν τὸν πόλεμον. 

Πήραμεν καμπόσους κατοίκους γυμνοὺς καὶ δυστυχεῖς, τρομάξαμεν νὰ τοὺς σώσωμεν καὶ νὰ σωθοῦμεν ἀπὸ τὸν πόλεμον τῶν Τούρκων κι᾿ ἀπὸ τὸ ποτάμι. Καὶ ἔπαθαν οἱ δυστυχεῖς οἱ κάτοικοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἐξ αἰτίας αὐτὸ τὸ κίνημα. Τοὺς εἶπαν οἱ Τοῦρκοι ὅτι αὐτεῖνοι φέραν ἐμᾶς..."

Σε κάποιο άλλο σημείο, περιγράφει την ανδρεία που επέδειξε ένας μαχητής του, κατά τη διάρκεια μιας αυτοδιάλυσης του ανταρτικού σώματος και διάρρευσης  από κλοιό των Τούρκων:

"Θὰ σᾶς εἰπῶ κ᾿ ἕνα γενναῖον πολὺ περιστατικόν: Ἕνας ἀτρόμητος ἄντρας ἀπὸ τοὺς Κολοβάτες (εἶναι τοῦ Σαλώνου χωριόν), τὸν λένε Μῆτρο Καθάριον (ἀλήθεια καθάριος κι᾿ ἀτίμητος εἶναι), ἀφοῦ τζακιστήκαμε ῾στὴν χώρα καὶ τραβηχτήκαμε εἰς τὸ ψήλωμα, οἱ ἐδικοί μας ὅλοι κ᾿ ἐμεῖς φκειάσαμε ταμπούρι καὶ πολεμούσαμε. 

Αὐτὸς ὁ δυστυχὴς ἦταν μέσα εἰς τὴν χώρα σὲ σπίτι μπασμένος, Ἀφοῦ φύγαμε ἐμεῖς, αὐτὸς ἔμεινε μόνος του κλεισμένος, τόφυγαν οἱ συντρόφοι τοῦ κ᾿ ἔμεινε μόνος του. 

Τοῦ ρίχτηκαν οἱ Τοῦρκοι ἀπάνου του, παίρνει ἕνα γιαταγάνι Τούρκικον καὶ σκοτώνει τέσσερους, κ᾿ ἐκεῖ ὁποῦ τὸν πολεμοῦσαν τοῦ δίνουν μίαν μαχαιριὰ εἰς τὴν κοιλιά, καὶ σκοτώνει τὸν Τοῦρκον καὶ μὲ τὸ μαχαίρι εἰς τὴν κοιλιὰ ἦρθε ἐκεῖ ὁποῦ ἤμαστε ἐμεῖς, εἰς τὸ ταμπούρι. 

Καὶ δὲν τοῦ πειράξαμεν τὸ μαχαίρι, μὲ τοῦτο εἰς τὴν κοιλιὰ τὸν πήγαμε ἐκεῖ ὁποῦ ῾ταν οἱ ἐδικοί μας καὶ ἦταν ὁ γιατρός, καὶ τὸ᾿ ῾βγάλε τὸ μαχαίρι καὶ μὲ τῶν μερμήγκων τὰ κεφάλια τὸ᾿ ῾ρραψε τὴν κοιλιά. 

Καὶ τράβησε ὁ καϊμένος κοντὰ ἕναν χρόνον νὰ γιατρευτῆ. Γέρευε καὶ πάλε ξηλώνεταν, κ᾿ ἔβγαιναν οἱ κοπριὲς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ ὁποῦ ῾ταν ἡ πληγή. Καὶ ζῆ τώρα καὶ δὲν ἔχει ψωμὶ νὰ φάγη..." 


Στις μάχες που έδωσε για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, όπου κινδύνεψε να χαθεί η επανάσταση, περιγράφει τεχνάσματα και τον αγώνα που έδωσε για να διατηρήσει τις θέσεις του έναντι του υπέρτερου εχθρού του:

"Ἀφοῦ φκειάσαμε τὰ ταμπούρια μας, τοὺς κιοτῆδες, ὁποῦ ἀνακάτωναν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἔστειλα εἰς τὸ Παλιόκαστρο νὰ φκειάσουνε ῾μπρός εἰς τὴν πόρτα ταμπούρια κι᾿ οὖθε ἦταν χαλασμένο. Ἦταν καὶ μία παλιοστέρνα κ᾿ ἔβαλα καὶ κουβάλησαν καμπόσο νερὸ καὶ ρίξαμε μέσα. Κ᾿ ἔβαλα ὅλους τους ἀνθρώπους κ᾿ ἔμασαν ξύλα, νὰ εἶναι διὰ δέκα φωτιὲς τὰ ξύλα τοῦ καθενός, ὅτ᾿ ἦταν ἐκεῖ πλησίον πολλά. Σύναξαν καθὼς τοὺς εἶπα κ᾿ ἔβαλαν ἀλάργα ὁ καθεὶς τὰ ξύλα του. 

Τὸ βράδυ, νυχτώνοντας, τοὺς εἶπα κι᾿ ἄναψαν φωτιὲς ὁ καθεὶς ἀπὸ δέκα καὶ τὶς κουμαντάριζαν, νὰ φαίνωνται ὅτ᾿ εἶναι ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Τήραγε ὁ Μπραΐμης – δὲν ἦταν μισὴ ὥρα ἀλάργα– ἀπὸ ῾μάς, ἀφοῦ εἶδε τόσες φωτιές, ἔλπιζε ὅτι κατέβηκε ὁ Κουντουργιώτης μ᾿ ὅλο τὸ σῶμα, ὁποῦ ῾ταν εἰς τὶς Χῶρες. Τὴν αὐγὴ δυὸ ὧρες νὰ φέξη πλάκωσε ὁ Μπραΐμης, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, καὶ ἤρθανε πολλὰ πλησίον μας. Εἶναι ἕνα γιοφύρι ἑνοῦ γιβαριοῦ καὶ πέρασαν ἐκεῖ καὶ στάθηκαν. 

Ἐγὼ κατέβασα καμμιὰ εἰκοσαριὰ παιδιὰ καὶ πιάσαν τὸν χορὸν καὶ τραγουδοῦσαν καὶ χόρευαν. Τηρᾶνε οἱ Τοῦρκοι, πλησιάζουν κι᾿ ἄρχισαν μὲ τοὺς κατζαδόρους καὶ καραμπίνες τὸν ντουφεκισμόν. Ἐμεῖς τοὺς εἶπα καὶ δὲν ἔρριχνε κανένας. Ἐκεὶ– ὁποῦ ρίχναν μου λάβωσαν δυὸ παιδιά, εἰς τὸν χορόν. Κέρασα ἀπὸ ῾να ρακὶ τοὺς Ἕλληνες, τοὺς ἀθάνατους, τὰ γενναῖα λιοντάρια, ὁποῦ ἀνάθεμα τοὺς αἴτιους ὁποῦ τοὺς γιόμωσαν φατρίες καὶ διχόνοιες, καὶ γίνηκαν ἀπὸ αὐτὰ οἱ Ἀράπηδες παληκάρια κι᾿ ἄφησαν ἐποχή. 

Ἀφοῦ κέρασα τὸ ρακὶ τῶν Ἑλλήνων, ζύγωσαν οἱ Τοῦρκοι κοντότερα. Τότε ἄρχισε ὁ πόλεμος καὶ βάσταξε ὡς ἑφτὰ ὦρες. Ἔκαμαν πολλὰ γιρούσια οἱ Τοῦρκοι. Οἱ Ἕλληνες οἱ καλύτεροί – τους εἶχα κάτου εἰς τὸν ἄμμον κ᾿ ἐμεῖς τοὺς φυλάγαμε τὴν πλάτη τους ἀπὸ τὸ τζουγκρί. Ὕστερα βγάλαν τὰ μαχαίρια οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς δίνουν ἕνα τζάκισμα καλὸν καὶ τοὺς ρίξαν ἀπὸ– μέσα τ᾿ αὐλάκι κ᾿ ἔβλεπες ἕνα θέατρο. 

Καὶ σκοτώθηκαν ἀπὸ ῾κεῖνο ὁποῦ συνπεράναμε, ὁποῦ βλέπαμε, καμμιὰ ἑβδομηνταριὰ ἀπάνου κάτου κι᾿ ἀχώρια οἱ λαβωμένοι. Δὲν εἴχαμε μπαρούτι καλό. Ὕστερα ἀναχώρησαν πίσου διὰ τὴν θέση τους καὶ Νιόκαστρον. Τότε γράφει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς τοῦ Κουντουργιώτη καὶ τοῦ λέγει αὐτά, καὶ τοῦ λέγει: «Ὅσους ἀνθρώπους ἔφερε ὁ Μακρυγιάννης εἰς τοὺς Ἀβαρίνους, τὴν θέση τὴν πλησίον τοῦ ὀχτροῦ, ὁποῦ κάθονται εἰς τὶς Χῶρες τόσα ἀσκέρια καὶ δὲν ἀποφάσισαν νὰ ῾ρθουν νὰ τὴν πιάσουνε, αὐτεῖνοι οἱ ὀλίγοι πολέμησαν ἀντρείως. 

Δία τοῦτο ὅλους αὐτεινοὺς νὰ τοὺς κάμη ἡ πατρὶς ἀξιωματικοὺς κατὰ τὴν τάξη». Μόστειλε ὁ Κουντουριώτης ἕνα εὐκαριστήριον καὶ «θέλει στείλη κι᾿ ὁλουνῶν, ὅταν πάγη ὁ ὑπουργός» Πέρασαν ὀλίγες ἡμέρες ξαναῆρθε ὀπίσου ὁ Μπραΐμης, ἔκαμε ἀκροβολισμὸν τρεῖς τέσσερες ὧρες, καὶ παρατηροῦσαν τὴν θέση μὲ τὰ κιάλια διὰ νὰ ῾ρθούνε συστηματικῶς.


Ο Φωτάκος, ήταν ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Κολοκοτρώνη. Έγραψε κι' αυτός τ' Απομνημονεύματά του, περιγράφοντας τα πολεμικά γεγονότα από πολύ κοντά. Σε κάποιο σημείο της διήγησής του, περιγράφει τη χρήση ελεύθερου σκοπευτού από την πλευρά των Τούρκων:

"...Ένας δε αράπης, είχεν αναβή από το βράδυ εις μίαν αχλαδιά επάνω και έβλεπε μακρύτερα τους Έλληνας και τους εσκότωνεν, αλλ' οι Έλληνες δεν εγνώριζαν πόθεν έρχεται το βόλι..."

σε κάποιο άλλο σημείο, αναφερόμενος στην ενέδρα στα Δερβενάκια, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το εγχείρημα των Ελλήνων και την μάχη:

" Με τον πρώτον τουφεκισμόν, όλοι οι Τούρκοι και οι Αλβανοί έκαμαν κατά τον Άγιον Σώστην....Τότε ο αρχηγός (Θ. Κολοκοτρώνης) έβαλε την φωνήν, Επάνω  τους Έλληνες και μη φοβάστε, σκοτώστε όσους θέλετε από αυτούς.


Αφού άκουσαν οι κρυμμένοι στα χαμόκλαδα την φωνήν του αρχηγού ο καθένας έριχναν τα τουφέκια των ώστε όλο το πλάγι εκάπνισε και εφώναζαν όλοι επάνω τους. Οι Τούρκοι βλέποντες την χωσιά έστριψαν ευθύς ταις πλάταις όλοι και ετραβούσαν κατά τον Άγιον Σώστην....



Αι φωναί του αρχηγού, βάρτε τους, έκαμαν τους στρατιώτας να κυνηγήσουν τους Τούρκους εις όλην την ρεμματιάν και το πλάγι δια να παν εις τον Άγιον Σώστην. Δεν δυνάμεθα να περιγράψωμεν τον θρήνον και ταις φωναίς των Τούρκων. Όλοι Τούρκοι και Έλληνες ανεκατώθησαν και όποιος εδύνατο εσκότωνεν τον άλλον..."


Εδώ αναφέρει και το περιστατικό με τον τσοπάνη, που έβλεπε δίπλα στον Κολοκοτρώνη την μάχη κρατώντας την γκλίτσα του:


" Εις την στιγμήν αυτήν όταν ο αρχηγός ήταν εις την ράχην του βουνού, λέπει κοντά του ένα νέον τσοπάνην καλοκαμωμένον και με μιαν μεγάλην ράβδαν. Αυτός έβλεπε τους Έλληνας όπου επολεμούσαν και έλεγεν Παναγία μου βοήθα μας. Εγύρισε τότε και τον εκύτταξεν ο αρχηγός και του είπε βρε Έλληνα τι στέκεις έτσι πήγαινε και συ να σκοτώσης Τούρκους. Δεν έχω καπετάνιε άρματα, του απεκρίθη, πώς να τους σκοτώσω; Με την ράβδα, του λέγει, βρε σκότωσε ένα Τούρκον πάρε τα άρματά του και έπειτα σκότωσε και άλλους. Ενθουσιάσθη τότε ο τσοπάνης έτρεξε πηδών τον κατήφορον τα χαμόκλαδα και κάπου κάπου του έλεγεν ο αρχηγός επάνω τους βρε. Άι βρε μετ' ολίγον εχώθη μέσα εις τον πόλεμον και τον έχασεν. Έπειτα από πολλήν ώραν βλέπει μπροστά του έναν άνθρωπον άγνωστον αρματωμένον και εστέκετο κοντά του. Αφού τον εκύτταξε ένα δύο φοραίς του λέγει τί άνθρωπος είσαι συ. Δεν με γνωρίζεις Αρχηγέ; εγώ είμαι ό τσοπάνης όπου με έστειλες να σκοτώσω Τούρκους και να με τώρα. Εύγε σου Έλληνά μου του είπε..."

Σε ένα άλλο βιβλίο του που αναφέρει για τους βίους Πελοποννησίων ανδρών, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο συμμετείχαν στον αγώνα τα μοναστήρια και τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν για να κρύβουν όπλα και πυρομαχικά:

"Πόσα δὲν ὑπέφερον οἱ μοναχοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς πλέον μικροτέρους Τούρκους! Οὗτοι ἐπήγαιναν εἰς τὰ μοναστήρια νὰ φάγουν, νὰ ἁρπάσουν καὶ νὰ τυραννήσουν τοὺς πατέρας αὐτῶν, καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν οἱ Ἀλβανοὶ, οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ πλέον ἀνυπόφοροι. Καὶ μ᾿ ὅλα ταῦτα, οἱ μοναχοὶ εἶχον κρύψει τὰ ὅπλα των καὶ τὰ ἄλλα πράγματα τοῦ πολέμου ἐντὸς τῶν ἱερῶν ναῶν, καὶ εἰς τὰ δένδρα τὰ μεγάλα, κρεμάμενα ἐντὸς τῶν δασῶν, τὰ εἶχον ἐν τῷ σκότει, καὶ ἀκόμη εἰς αὐτὰ τὰ μνήματα τῶν νεκρῶν· τὰ ἐπεριποιοῦντο καὶ ἐφρόντιζον νὰ μὴν τὰ τρώγῃ ἡ σκωριὰ, ἀλείφοντες αὐτὰ μὲ τὸ λεγόμενον μελοῦδι, καὶ νύκτα τὰ ἐμετατόπιζαν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἰς τὸ ἄλλο, καὶ τὰ ὅπλα καὶ τὰ πολεμοφόδια."


Τέλος σε κάποια άλλη εξιστόριση της κατάληψης της Τρίπολης από τους Έλληνες από τον ιστορικό Νικόλαο Σπηλιάδη, περιγράφεται η τολμηρή νυκτερινή καταδρομική ενέργεια κατάληψης ενός φυλακίου του τείχους της πόλης που βοήθησε στην άλωσή  της, μετά από πολύμηνη πολιορκία:

"Ο Μανώλης Δούνιας από Πραστόν, διατριβών εις Κωνσταντινούπολιν πρό τής επαναστάσεως, είχε γνωρισθή μέ τινας εκ τών πυροβολιστών, οι οποίοι ήλθον εις Τριπολιτσάν ομού μέ τόν Κεχαγιάν. Κατά τύχην βλέπει ένα εξ αυτών διωρισμένον εις τήν πύλην τού Ναυπλίου, προσφέρεται φιλοφρόνως, τόν προσκαλεί εις τό στρατόπεδον, τόν φιλοξενεί καί τόν οδηγεί πάλιν ασφαλώς εις τήν θέσιν του. Ούτος ομιλεί περί εκείνου μέ τόν αρχιπυροβολιστήν, όστις θέλει νά τόν ίδη καί τόν αναγνωρίζει καί τόν δείχνει όλην τήν εμπιστοσύνην καί φιλίαν, ώστε ο Δούνιας αναβαίνει τό τείχος καί υπάγει εις τού αρχιπυροβολιστού. 

Ήτον ημέρα Παρασκευή, 23η τού Σεπτεμβρίου, ημέρα καθ' ήν οι Τούρκοι έσφαξαν Χριστιανούς εις τό Γαλαξίδι καί κατέκαυσαν τήν πόλιν των καί εκυρίευσαν τά πλοία των καί ο Δούνιας αναβαίνει τό τείχος επί σκοπώ νά εξαγάγη τόν Τούρκον κατά τήν υπόσχεσίν του. Αλλά κατόπι τούτου έδραμον άλλοι καί αναβαίνουσιν ωσαύτως. Κατόπι δέ τούτων καί άλλοι καί ο αδελφός τού Κεφάλα καί ο Διονύσιος Βασιλείου καί ώρμησαν τινες εν ριπή οφθαλμού εις τό επί τής πύλης τού Ναυπλίου πυροβολοστάσιον, στρέφουσι τά πυροβόλα πρός τήν πόλιν, πυροβολούσι κατ' εκείνου επί τής παρακείμενης πύλης τού Μιστρά, εν ώ άλλοι τρέχουσιν εκείσε νά τό κυριεύσωσι, φεύγουσιν έντρομοι οι πυροβολισταί, ηνοίχθη πάραυτα η πύλη τού Ναυπλίου, εισβάλλουσιν αυτόθεν οι Αγιοπετρίται μέ τούς Πραστιώτας, ηνοίχθη συγχρόνως η τού Μιστρά, εισβάλλουσιν εκείθεν ο Κεφάλας μέ τούς Μεσσηνίους καί υψώνουσι τάς σημαίας τού σταυρού..."

Χρόνια Πολλά!

Ανιχνευτής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας, στα πλαίσια της ευγένειας και της ευπρέπειας.