ΣΕΛΙΔΕΣ

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Οι δοσίλογοι

 Ο στρατηγός Τσολάκογλου (Πηγή)
…Για τους Γερμανούς ο Τσολάκογλου ήταν «ο απολιτικός στρατηγός που θεωρούσε αυτονόητο καθήκον να διασφαλίσει την κυβερνητική συνέχεια, μετά τη συνθηκολόγηση του στρατού, που είχε γίνει με δική του πρωτοβουλία». Στην απόφαση αυτή επηρεάστηκε από την ανησυχία, ότι διαφορετικά οι Γερμανοί δεν θα απελευθέρωναν τους αιχμαλώτους, και ότι η Ελλάδα θα γινόταν ιταλικό προτεκτοράτο. 

Αποκαλυπτικό των ιταλικών προθέσεων είναι το ημερολόγιο του Τσιάνο (28.4.41): «Η ιστορία αυτή με τον Τσολάκογλου μ’ αρέσει όλο και λιγότερο… Ο στρατηγός το κάνει για να σώσει την εθνική ενότητα της Ελλάδας. Εξίσου φανερή είναι η γερμανική αποδοχή αυτών των σκοπών». Πράγματι, οι Χίτλερ και Ρίμπεντροπ ήταν «εξαιρετικά ενθουσιασμένοι» για την προσφορά του Τσολάκογλου (Φλάισερ, Α’, σο. 354 κ.έ.), εντούτοις και στους Γερμανούς ιθύνοντες υπήρχαν διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς τη χρησιμοποίησή του.

...Τον Νοέμβριο του 1943, μετά τη διστακτική έγκριση του Χίτλερ, συγκροτήθηκαν στην Πελοπόννησο τρία «Τάγματα Ασφαλείας» (Τ.Α) με 800 άνδρες το καθένα. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944 εξαπλώθηκαν στις περισσότερες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας (πλην των βουλγαροκρατούμενων) και στην Εύβοια. Τις παραμονές της Απελευθέρωσης, οι μονάδες των ένοπλων δοσίλογων ανέρχονταν σε περίπου 20.000 άνδρες  Σε αυτούς περιλαμβάνονταν και οι 5.725 αξιωματικοί και άνδρες των τριών συνταγμάτων Ευζώνων (Αθήνα, Πύργος, Πάτρα  που, τουλάχιστον στα χαρτιά, υπάγονταν στην κατοχική κυβέρνηση, ενώ οι διοικητές των Τ.Α. τελούσαν άμεσα υπό τις διαταγές του αρχηγού των Ες-Ες Βάλτερ Σιμάνα (Walter Schimana). (ΒΑ, NS 19/320, RF-SS, 2.11.44).

Επιπροσθέτως, λίγες χιλιάδες ένοπλοι στρατολογήθηκαν από (γλωσσικά, θρησκευτικά) «αλλόφυλες» πληθυσμιακές ομάδες. Ιδίως οι Ιταλοί είχαν συστηματικά προσπαθήσει να προκαλέσουν και έπειτα να κηδεμονεύσουν αποσχιστικά κινήματα. Η πιο φιλόδοξη πρωτοβουλία τους ήταν η ανακήρυξη των Αρωμούνων (Βλάχων) σε απογόνους της 5ης ρωμαϊκής Λεγεώνας, άρα συγγενείς  και η σχεδιαζόμενη ίδρυση ενός «Πριγκιπάτου της Πίνδου» υπό ιταλική «προστασία». Το σχέδιο αποδείχθηκε θνησιγενές. 

Από τους Γερμανούς αντιμετωπίστηκε με παγερή αδιαφορία ή χλεύη (που είχε αντίκτυπο και στην ιταλική ζώνη), κυρίως όμως προσέκρουσε στην αντίδραση όλων σχεδόν των παρατάξεων του διαφημισμένου από τους Ιταλούς «λατινικού στοιχείου», μη εξαι­ρουμένου του επίσης βλάχικης καταγωγής Τσολάκογλου. Ταυτόχρονα δόθηκε η ευκαιρία στον ΕΛΑΣ να αυξήσει το κύρος και τον οπλισμό του με την αιματηρή κατάλυση της «αυτονομιστι­κής» τρομοκρατίας των δοσίλογων «λεγεωνάριων».

Μια άλλη, παρεμφερής ιταλική πρωτοβουλία, η χρησιμοποί­ηση δηλαδή των αλβανοφώνων μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας, αντιμετωπίστηκε με σαφώς μεγαλύτερη συμπάθεια από τους Γερμανούς, οι οποίοι μάλιστα τη συνέχισαν αφότου ανέλαβαν το φθινόπωρο του 1943 τη διοίκηση στις άλλοτε ιταλοκρατούμενες περιοχές. Η ευμένειά τους για τους «εν γένει γερμανόφιλους Αλβανούς» δεν προχώρησε όμως πιο πέρα από το να οργανώσουν δοσίλογα τμήματα, όπως τη «Σκιπετάρικη Χωροφυλακή», ενώ παρεμπόδιζαν κινήσεις που στόχευαν στην κήρυξη «Μεγάλης Αλβανίας». Αντ' αυτής εισηγήθηκαν, στην τε­λευταία φάση της Κατοχής, σχέδιο ανταλλαγής με τον ελληνικό πληθυσμό της Β. Ηπείρου, το οποίο όμως δεν εφαρμόστηκε λόγω της γερμανικής αποχώρησης...

...Πιο εντυπωσιακοί ακόμη ήταν οι σχετικοί ενδοιασμοί των γερμανικών πολιτικών και στρατιω­τικών υπηρεσιών στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, όπου ουσιαστικά αψηφούσαν τις εντολές των Χίμλερ και Χίτλερ (και τις επιθυμίες της Σόφιας) για σχηματισμό πρόσθετων ένοπλων τμημάτων βουλγαροφρόνων «κομιτατζήδων». Έτσι, η δύναμη των κομιτατζήδων σπανίως και ελάχιστα ξεπέρασε τους 1000 ενόπλους παρά τις άνωθεν προτροπές του Βερολίνου. Η επιφυ­λακτικότητα των περισσοτέρων τοπικών γερμανικών Αρχών, και στις δύο περιπτώσεις, να προωθήσουν περισσότερο τα «αλλόφυλα» στοιχεία, οφειλόταν στον βάσιμο φόβο ότι με την αναμόχλευση «φυλετικών» αντιθέσεων και τη δημιουργία εθνικού θέματος θα στέρευε η ήδη ρηχή δεξαμενή της «ελληνικής» συνεργασίας  στρέφοντας και τη «φιλήσυχη» μερίδα του πληθυσμού προς την Αντίσταση (Φλάισερ, Kreuzschatten, σ. 461 κ.έ.).

...Σύμφωνα με το γερμανικό σχέδιο, οι ένοπλοι δοσίλογοι εξωθούνταν σε μία πορεία μη αναστρέψιμη. Όλο και περισσότερο αναλάμβαναν την εκτέλεση «αντιποίνων» ενώ, σύμφωνα ακόμη και με ουδέτερες πηγές (UDS, Greklandshjalpen VI, Sandstrom 22.11.44, κ.ά.) ξεπερνούσαν σε σκληρότητα συχνά και αυτούς τους κατακτητές. Οι γερμανικές Αρχές διαπίστωναν με ευχαρίστηση, ότι το μίσος του πληθυσμού κατευθυνόταν κυρίως κατά των εκτελεστικών οργάνων. Θεωρούσαν λοιπόν ότι η διχαστική προπαγάνδα που καλ­λιεργούσαν, «βρισκόταν στον σωστό δρόμο» αφού έβρισκε γόνιμο έδαφος σε συνθήκες ενδοελληνικής εκδίκησης. Με δεδομένη την αντίδραση της Αντίστασης, ο φαύλος κύκλος της αιματοχυ­σίας διευρυνόταν σε βαθμό που προμήνυε «φυλετική αυτοκτονία»...

…Στις απολογίες τους, οι δοσίλογοι συμπίπτουν στο κύριο επιχείρημα ότι η Ελλάδα έβγαινε κερδισμένη από τη συνεργασία τους με τις Αρχές κατοχής, αφού για τις υπηρεσίες που τους προσέφεραν, είχαν δήθεν εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό το τριπλό αντάλλαγμα που επεδίωκαν από την αρχή: την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, την αποτροπή του «κοινωνικού χάους» και, λειτουργώντας σαν «κυματοθραύστες», την απάλυνση των «δεινών της Κατοχής» για τον λαό. 

Όσο για το πρώτο σημείο, το «αντάλλαγμα» ήταν εφήμερο, αφού το μόνο που «επιτεύχθηκε» ήταν η αναβολή, και στην καλύτερη περίπτωση μια κάποια άμβλυνση, της (αρνητικής) απόφασης ως την τελική νίκη της Γερ­μανίας -στην αντίθετη περίπτωση η «συνεργασία» έτσι κι αλλιώς θα ήταν ανώφελη. Στο δεύτερο σημείο, ο προσδιορισμός του κινδύνου ταυτιζόταν σε μεγάλο βαθμό με τις αντιλήψεις των κατακτητών και συνεπώς ωφελούσε τους τελευταίους. Στο τρίτο, πράγματι, πληθαίνουν τα «αποδεικτικά στοιχεία». 

Μετά από ενστάσεις των συνεργατών ορισμένοι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι  άλλοι γλίτωσαν την εκτέλεση, ενώ η πείνα και η καταβολή «εξόδων κατοχής» θα ήταν ακόμα πιο καταστρεπτικές χωρίς τις σχετικές διαμαρτυρίες των «κυβερνώντων». Αυτοί όμως δεν εξαντλούσαν ούτε τα στενά περιθώρια που είχαν. Ο Ράλλης περη­φανευόταν ότι έσωσε 50 ομήρους από την εκτέλεση, προσφερό­μενος -χωρίς ιδιαίτερο ρίσκο άλλωστε- να υποστεί και ο ίδιος την ίδια μοίρα˙ θα μπορούσε όμως να είχε πετύχει περισσότερα με την απειλή παραίτησης (και μάλιστα συλλογικής), αφού οι κατακτητές τον είχαν ανάγκη.


Διαβάστε ολόκληρο το κεφάλαιο από την "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" της Εκδοτικής Αθηνών






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε το σχόλιό σας, στα πλαίσια της ευγένειας και της ευπρέπειας.